{η}  αναπαραγωγή Subst.  [anaparagogi, anapararoji, anaparagwgh]

{die}    Subst.
(282)
{die}    Subst.
(193)

Etymologie zu αναπαραγωγή

αναπαραγωγή Etymologie fehlt


GriechischDeutsch
Δαμαλίδες που εκτρέφονται για αναπαραγωγή και προορίζονται να αντικαταστήσουν γαλακτοπαραγωγές ή άλλες αγελάδεςZur Reproduktion aufgezogene und zur Erneuerung der Kuhbestände (Milchkühe und andere) bestimmte Färsen

Übersetzung bestätigt

Ο οδηγός γραφικής εκτέλεσης είναι για τους εμπορευόμενους ένα μέσο για την αναπαραγωγή του λογότυπου.Das Grafikhandbuch soll den Marktteilnehmern bei der Reproduktion des Logos als Anleitung dienen.

Übersetzung bestätigt

Για τους σκοπούς των άρθρων 16 έως 26, «προϊόν» είναι οποιαδήποτε ουσία, παρασκεύασμα ή αγαθό που παράγεται μέσω μεταποιητικής διεργασίας, εκτός από τα τρόφιμα, τις ζωοτροφές, τα ζώντα φυτά και ζώα, τα προϊόντα ανθρώπινης προέλευσης και τα προϊόντα φυτών και ζώων που σχετίζονται άμεσα με τη μελλοντική αναπαραγωγή τους.Für die Zwecke der Artikel 16 bis 26 bezeichnet der Ausdruck „Produkt“ einen Stoff, eine Zubereitung oder eine Ware, der bzw. die durch einen Fertigungsprozess hergestellt worden ist, außer Lebensmitteln, Futtermitteln, lebenden Pflanzen und Tieren, Erzeugnissen menschlichen Ursprungs und Erzeugnissen von Pflanzen und Tieren, die unmittelbar mit ihrer künftigen Reproduktion zusammenhängen.

Übersetzung bestätigt

ECx: είναι η συγκέντρωση της δοκιμαζόμενης ουσίας διαλελυμένης σε νερό, που έχει ως αποτέλεσμα να μειώνεται κατά χ % η αναπαραγωγή των Daphnia magna μέσα σε συγκεκριμένη χρονική διάρκεια έκθεσης.ECx: Dies ist die Konzentration der in Wasser gelösten Prüfsubstanz, die zu einer Verringerung der Reproduktion der Daphnia magna um x Prozent innerhalb eines angegebenen Expositionszeitraums führt.

Übersetzung bestätigt

Ελάχιστη συγκέντρωση παρατηρούμενης επίπτωσης (LOEC): είναι η χαμηλότερη συγκέντρωση στην οποία παρατηρείται ότι μια ουσία έχει επίπτωση στατιστικώς σημαντική (με ρ < 0,05) σε συγκεκριμένη χρονική διάρκεια έκθεσης, στη θνησιμότητα των γεννητόρων και στην αναπαραγωγή, συγκριτικά με τους μάρτυρες.Lowest Observed Effect Concentration (LOEC): Dies ist die niedrigste geprüfte Dosiskonzentration, bei der sich eine statistisch signifikante Wirkung auf die Reproduktion und die Mortalität der Elterntiere (bei p < 0,05) im Vergleich zu der Kontrolle innerhalb eines angegebenen Expositionszeitraums beobachten lässt.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter



Griechische Definition zu αναπαραγωγή

αναπαραγωγή η [anaparaγojí] : 1.(βιολ.) λειτουργία με την οποία οι ζωντανοί οργανισμοί παράγουν νέους οργανισμούς, όμοιους με αυτούς: Σκοπός της αναπαραγωγής είναι η διαιώνιση του είδους. Όργανα αναπαραγωγής. || γέννηση ή παραγωγή νέου οργανισμού: Zώα που εκτρέφονται για αναπαραγωγή. H αναπαραγωγή των φυτών μπορεί να γίνει με καταβολάδες / των μονοκύτταρων οργανισμών με διχοτόμηση, πολλαπλασιασμός. H αναπαραγωγή των θηλαστικών γίνεται με τη γονιμοποίηση του ωαρίου από το σπερματοζωάριο. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback