αναλλοίωτος -η -ο Adj.  [analliotos -i -o, analloiwtos -h -o]

  Adj.
(2)

GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter
Deutsche Synonyme
Noch keine deutschen Synonyme

Grammatik

  • αναλλοίωτος (maskulin)
  • αναλλοίωτη (feminin)
  • αναλλοίωτο (neutrum)


Griechische Definition zu αναλλοίωτος -η -ο

αναλλοίωτος -η -ο [analíotos] : α.που δεν έχει αλλοιωθεί, που δεν έχει μεταβάλει, συνήθ. με την πάροδο του χρόνου, τη φύση του ή τα χαρακτηριστικά του προς το χειρότερο: Tοιχογραφίες πολλών αιώνων που όμως διατηρούνται αναλλοίωτες. Tο τοπίο έμεινε αναλλοίωτο. Οι Έλληνες διατήρησαν αναλλοίωτες τις εθνικές τους παραδόσεις. H ομορφιά της έμεινε αναλλοίωτη ως τα γεράματά της. Έμεινε αναλλοίωτος -η -ο, δε φαίνεται καθόλου γερασμένος. || (για τρόφιμα) που δεν είναι αλλοιωμένος, χαλασμένος. β. που δεν αλλοιώνεται· αμετάβλητος. || (ως ουσ.) το αναλλοίωτο, η ιδιότητα του αναλλοίωτου. αναλλοίωτα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἀναλλοίωτος `που δεν αλλάζει΄ & σημδ. γαλλ. inaltérable]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback