Griechisch | Deutsch |
---|---|
Noch keine Beispielsätze. |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
Noch keine deutschen Synonyme |
αναλλοίωτος -η -ο [analíotos] : α.που δεν έχει αλλοιωθεί, που δεν έχει μεταβάλει, συνήθ. με την πάροδο του χρόνου, τη φύση του ή τα χαρακτηριστικά του προς το χειρότερο: Tοιχογραφίες πολλών αιώνων που όμως διατηρούνται αναλλοίωτες. Tο τοπίο έμεινε αναλλοίωτο. Οι Έλληνες διατήρησαν αναλλοίωτες τις εθνικές τους παραδόσεις. H ομορφιά της έμεινε αναλλοίωτη ως τα γεράματά της. Έμεινε αναλλοίωτος -η -ο, δε φαίνεται καθόλου γερασμένος. || (για τρόφιμα) που δεν είναι αλλοιωμένος, χαλασμένος. β. που δεν αλλοιώνεται· αμετάβλητος. || (ως ουσ.) το αναλλοίωτο, η ιδιότητα του αναλλοίωτου.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.