Du suchst nach einem Wort oder einer Übersetzung?
Wir helfen dir gerne in unserem Forum: Greeklex Forum!
αναδεικνύω altgriechisch ἀναδεικνύω δεικνύω / δείκνυμι indoeuropäisch (Wurzel) *deyḱ-
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Noch keine Beispielsätze. |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | αναδεικνύω | αναδεικνύουμε, αναδεικνύομε | αναδεικνύομαι | αναδεικνυόμαστε |
αναδεικνύεις | αναδεικνύετε | αναδεικνύεσαι | αναδεικνύεστε, αναδεικνυόσαστε | ||
αναδεικνύει | αναδεικνύουν(ε) | αναδεικνύεται | αναδεικνύονται | ||
Imper fekt | αναδείκνυα | αναδεικνύαμε | αναδεικνυόμουν(α) | αναδεικνυόμαστε, αναδεικνυόμασταν | |
αναδείκνυες | αναδεικνύατε | αναδεικνυόσουν(α) | αναδεικνυόσαστε, αναδεικνυόσασταν | ||
αναδείκνυε | αναδείκνυαν, αναδεικνύαν(ε) | αναδεικνυόταν(ε) | αναδεικνύονταν, αναδεικνυόντανε, αναδεικνυόντουσαν | ||
Aorist | ανέδειξα, ανάδειξα | αναδείξαμε | αναδείχθηκα, αναδείχτηκα | αναδειχθήκαμε, αναδειχτήκαμε | |
ανέδειξες, ανάδειξες | αναδείξατε | αναδείχθηκες, αναδείχτηκες | αναδειχθήκατε, αναδειχτήκατε | ||
ανέδειξε, ανάδειξε | ανέδειξαν, ανάδειξαν, αναδείξαν(ε) | αναδείχθηκε, αναδείχτηκε | αναδείχθηκαν, αναδειχθήκαν(ε) αναδείχτηκαν, αναδειχτήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω αναδείξει | έχουμε αναδείξει | έχω αναδειχθεί | έχουμε αναδειχθεί | |
έχεις αναδείξει | έχετε αναδείξει | έχεις αναδειχθεί | έχετε αναδειχθεί | ||
έχει αναδείξει | έχουν αναδείξει | έχει αναδειχθεί | έχουν αναδειχθεί | ||
Plu per fekt | είχα αναδείξει | είχαμε αναδείξει | είχα αναδειχθεί | είχαμε αναδειχθεί | |
είχες αναδείξει | είχατε αναδείξει | είχες αναδειχθεί | είχατε αναδειχθεί | ||
είχε αναδείξει | είχαν αναδείξει | είχε αναδειχθεί | είχαν αναδειχθεί | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα αναδεικνύω | θα αναδεικνύουμε, θα αναδεικνύομε | θα αναδεικνύομαι | θα αναδεικνυόμαστε | |
θα αναδεικνύεις | θα αναδεικνύετε | θα αναδεικνύεσαι | θα αναδεικνύεστε, θα αναδεικνυόσαστε | ||
θα αναδεικνύει | θα αναδεικνύουν(ε) | θα αναδεικνύεται | θα αναδεικνύονται | ||
Fut ur | θα αναδείξω | θα αναδείξουμε, θα αναδείξομε | θα αναδειχθώ | θα αναδειχθούμε | |
θα αναδείξεις | θα αναδείξετε | θα αναδειχθείς | θα αναδειχθείτε | ||
θα αναδείξει | θα αναδείξουν(ε) | θα αναδειχθεί | θα αναδειχθούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω αναδείξει | θα έχουμε αναδείξει | θα έχω αναδειχθεί | θα έχουμε αναδειχθεί | |
θα έχεις αναδείξει | θα έχετε αναδείξει | θα έχεις αναδειχθεί | θα έχετε αναδειχθεί | ||
θα έχει αναδείξει | θα έχουν αναδείξει | θα έχει αναδειχθεί | θα έχουν αναδειχθεί | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να αναδεικνύω | να αναδεικνύουμε, να αναδεικνύομε | να αναδεικνύομαι | να αναδεικνυόμαστε |
να αναδεικνύεις | να αναδεικνύετε | να αναδεικνύεσαι | να αναδεικνύεστε, να αναδεικνυόσαστε | ||
να αναδεικνύει | να αναδεικνύουν(ε) | να αναδεικνύεται | να αναδεικνύονται | ||
Aorist | να αναδείξω | να αναδείξουμε, να αναδείξομε | να αναδειχθώ | να αναδειχθούμε | |
να αναδείξεις | να αναδείξετε | να αναδειχθείς | να αναδειχθείτε | ||
να αναδείξει | να αναδείξουν(ε) | να αναδειχθεί | να αναδειχθούν(ε) | ||
Perf | να έχω αναδείξει | να έχουμε αναδείξει | να έχω αναδειχθεί | να έχουμε αναδειχθεί | |
να έχεις αναδείξει | να έχετε αναδείξει | να έχεις αναδειχθεί | να έχετε αναδειχθεί | ||
να έχει αναδείξει | να έχουν αναδείξει | να έχει αναδειχθεί | να έχουν αναδειχθεί | ||
Imper ativ | Pres | αναδείκνυε | αναδεικνύετε | αναδεικνύεστε | |
Aorist | ανάδειξε | αναδείξετε, αναδείξτε | αναδείξου | αναδειχθείτε | |
Part izip | Pres | αναδεικνύοντας | αναδεικνυόμενος | ||
Perf | έχοντας αναδείξει | αναδειγμένος, -η, -ο | αναδειγμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | αναδείξει | αναδειχθεί |
αναδεικνύω [anaδiknío] -ομαι Ρ αόρ. ανέδειξα και ανάδειξα, απαρέμφ. αναδείξει, παθ. αόρ. αναδείχτηκα και αναδείχθηκα, απαρέμφ. αναδειχτεί και αναδειχθεί : 1.προβάλλω κτ. που δεν είναι πολύ εμφανές, τονίζοντας τα στοιχεία εκείνα που το κάνουν να ξεχωρίζει, έτσι ώστε να γίνει ευρύτερα γνωστό: Tο απλό φόρεμα αναδεικνύει όλη την ομορφιά της. Πρέπει να αναδείξουμε τα μνημεία μας. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.