{το}  αμφίβιο Subst.  [amfivio, amfibio]

{die}    Subst.
(7)
{der}    Subst.
(1)

Etymologie zu αμφίβιο

αμφίβιο Maskulinum von επιθέτου αμφίβιος


GriechischDeutsch
Τα υδρόβια αμφίβια, όπως το είδος Xenopus laevis ή οι προνύμφες αμφιβίων, στεγάζονται σε δεξαμενές και ενυδρεία.Aquatische Amphibien wie Xenopus laevis oder Amphibienlarven werden in Wasserbecken und Aquarien untergebracht.

Übersetzung bestätigt

Κατά τη μεταφορά θα πρέπει να εξασφαλίζεται στα αμφίβια επάρκεια αέρα και υγρασίας και, εάν είναι απαραίτητο, να προβλέπονται κατάλληλες συσκευές για τη διατήρηση της απαιτούμενης θερμοκρασίας και υγρασίας.Beim Transport sind Amphibien mit ausreichend Luft und Feuchtigkeit zu versorgen. Falls notwendig, sollte die erforderliche Temperatur und Luftfeuchtigkeit mit entsprechenden Hilfsmitteln geregelt werden.

Übersetzung bestätigt

Προκειμένου για υδρόβια και ημιυδρόβια αμφίβια, θα πρέπει να ελέγχεται τακτικά η ποιότητα του νερού, συμπεριλαμβανόμενης της συγκέντρωσης αμμωνίας και της τιμής του pH.Für aquatische und semi-aquatische Amphibien sollten die Qualität des Wassers — einschließlich der Ammoniak-Konzentration — sowie der pH-Wert des Wassers regelmäßig kontrolliert werden.

Übersetzung bestätigt

Ωστόσο τα υδρόβια αμφίβια σε αιχμαλωσία μπορούν να συντηρούνται με τεμάχια φιλέτου ψαριών ή τρίμματα κατεψυγμένου ήπατος και καρδιάς.Allerdings können aquatische Amphibien in Gefangenschaft auch mit Fischfilet-Stückchen sowie abgeschabten Brocken von gefrorener Leber und gefrorenem Herz erfolgreich ernährt werden.

Übersetzung bestätigt

Τα αμφίβια είναι στην πλειονότητά τους σαρκοφάγα, με προτίμηση στα μικρά ζωντανά σπονδυλωτά (όπως προνύμφες, έντομα και σκώληκες).Die meisten Amphibien sind Karnivoren mit Nahrungspräferenzen für lebende kleine Invertebraten (z. B. Larven, Insekten und Würmer).

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Deutsche Synonyme
Lurch
Amphibie



Griechische Definition zu αμφίβιο

αμφίβιο [amfívio] το,

① amphibian
ⓐ biol plant or animal adapted to divving on land or in water
ⓑ zoo animal of the class Amphibia:
αμφίβιο προϊστορικής εποχής |
τα αμφίβια κατορθώνουν να διατηρήσουν για πολύ καιρό τη ζωή τους, επειδή είναι σκληροτράχηλα (Louros)
② amphibious being, i.e. animal able to divve both on land and in water (syn αμφίβιο ζώο):
η φώκια είναι αμφίβιο |
ο Aριστοτέλης αποκαλεί τους Έλληνες αμφίβια (Athanasiadis-N) |
poem αμφίβιο, μα πουλί! Σαν υδροπλάνο | συρτά, θαρρείς, πετά, βουτά και πλέει (Mammedivs)
③ fig person divving a double divfe or embodying opposing characteristics:
θα μπορούσε ίσως κανείς να χαρακτηρίση τον άνθρωπο σαν "αμφίβιο ανώτερης ποιότητος", επειδή είναι ον που ανήκει σε δύο κόσμους, τον υλικό και τον πνευματικό, πράγμα που παρατείνει τη ζωή, όπως συμβαίνει στα αμφίβια ζώα (Louros) |
αυτά τα αμφίβια θέλησαν να "τακτοποιηθούν" στην Eυρώπη, εγύρισαν όμως άπρακτες. O χειρούργος είπε στη μία από τις δύο |
έτσι που είσθε μάλλον άντρα μπορώ να σας κάνω παρά γυναίκα (Charis)
[fr K το αμφίβιον]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback