{η}  αλεπού Subst.  [alepu, alepoy]

{der}    Subst.
(382)

Etymologie zu αλεπού

αλεπού altgriechisch ἀλώπηξ • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;


GriechischDeutsch
αλεπούδες (Vulpes vulpes και Alopex lagopus) καιFüchse (Vulpes vulpes und Alopex lagopus) und

Übersetzung bestätigt

Άλλα (όπως τάρανδοι, γάτες, σκύλοι, λιοντάρια, τίγρεις, αρκούδες, ελέφαντες, καμήλες, ζέμπρες, κουνέλια, λαγοί, ελάφια, αντιλόπες, αίγαγροι, αλεπούδες, νυφίτσες και άλλα ζώα που εκτρέφονται για τη γούνα τους)Andere (wie Rentiere, Katzen, Hunde, Löwen, Tiger, Bären, Elefanten, Kamele, Zebras, Kaninchen, Hasen, Wild, Antilopen, Gemsen, Füchse, Nerze und andere Pelztiere

Übersetzung bestätigt

Ικτίδες και αλεπούδεςNerze und Füchse

Übersetzung bestätigt

«γουνοφόρα ζώα» θηλαστικά ζώα τα οποία εκτρέφονται κατά κύριο λόγο για την παραγωγή γούνας, όπως τα βιζόν, τα κουνάβια, οι αλεπούδες, τα ρακούν, οι μυοκάστορες και τα τσιντσιλά· ιδ)„Pelztiere“ Tiere der Säugetierarten, die vor allem zur Herstellung von Pelzen aufgezogen werden, u. a. Amerikanische Nerze, Europäische Iltisse, Füchse, Waschbären, Nutrias und Chinchillas;

Übersetzung bestätigt

Στις 9 Δεκεμβρίου 2009 η Ιταλία υπέβαλε στην Επιτροπή σχέδιο για την αντιμετώπιση έκτακτων αναγκών για εμβολιασμό των αλεπούδων από τη στοματική οδό, με την ονομασία «Πρόγραμμα ελέγχου της λύσσας στις περιφέρειες της βορειοανατολικής Ιταλίας – Ειδικό πρόγραμμα εμβολιασμού για τις αλεπούδες».Am 9. Dezember 2009 legte Italien der Kommission einen Krisenplan für die orale Immunisierung der Füchse in den Regionen im Nordosten Italiens vor.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Κυρα-Μαριώ
μαριόλα
πονηρός
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter



Griechische Definition zu αλεπού

αλεπού η [alepú] : 1.σαρκοβόρο τετράποδο που συγγενεύει με το λύκο και του οποίου το πιο κοινό είδος έχει πλούσιο κοκκινωπό τρίχωμα, μυτερό ρύγχος και φουντωτή ουρά και είναι παροιμιώδες για την πονηριά του: Γκρίζα / μαύρη αλεπού, που το δέρμα της χρησιμοποιείται στη γουνοποιία. Είναι πονηρός / παμπόνηρος σαν αλεπού. ΦΡ τι θέλει / τι γυρεύει η αλεπού στο παζάρι;, για κπ. που βρίσκεται σε ένα περιβάλλον όπου δεν ταιριάζει ή που ανακατεύεται σε ξένες υποθέσεις. ΠAΡ Όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια, για κπ. που προσποιείται ότι δεν ενδιαφέρεται να αποκτήσει κτ., επειδή ξέρει ότι δεν μπορεί να το κατορθώσει. Ο λύκος έχει τ΄ όνομα κι η αλεπού τη χάρη, για να δηλώσουμε ότι η εξυπνάδα είναι ανώτερη από τη σωματική δύναμη. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback