αλίμονο   [alimono]

{das}    Subst.
(0)

Etymologie zu αλίμονο

αλίμονο mittelgriechisch αλίμονο(ν) αλί + μόνο(ν)


GriechischDeutsch
Ο ρόλος της Ευρώπης πρέπει να ισορροπημένος: αλίμονο αν η Ευρώπη καταφερθεί κατά του Ισραήλ και το θεωρήσει υπεύθυνο για όλα όσα συμβαίνουν, καθώς έτσι δεν θα μπορέσουμε να δώσουμε λύση.Die Rolle Europas muss ausgewogen sein: Wehe, wenn sich Europa gegen Israel aufstacheln ließe und es für all das, was geschehen ist, verantwortlich machte, denn so würden wir die Situation nicht bewältigen.

Übersetzung bestätigt

Ουαί και αλίμονο αν υιοθετήσουμε την εμπάθεια, τη μεροληψία, συχνά την αμάθεια και, κυρίως, τον φανατισμό με τον οποίο ο εισηγητής στρέφεται κατά του φανατισμού.Wehe uns, wenn wir uns die Verhärtung, die Voreingenommenheit, häufig die Ignoranz und vor allem den Fanatismus zu eigen machen, mit dem sich der Berichterstatter gegen den Fanatismus wendet.

Übersetzung bestätigt

"Αλίμονο στον κόσμο λόγω των αδικημάτων, αλλά αλίμονο σ 'αυτούς μέσω του οποίου το αδίκημα έρχεται. ""Wehe der Welt wegen der Straftaten, aber wehe sie durch welchen Ärgernis kommt. "

Übersetzung nicht bestätigt

Το νερό σωλήνα (που πρέπει να είχε τρύπα σε αυτό) εκτελείται ακριβώς έξω από το παράθυρο μια παρωδία του blubbering αλίμονο με αστεία λυγμούς και γάργαρα θρήνους, διακόπτεται από σπασμωδικές σπασμούς της σιωπής ...." Ένα κομμάτι της στέγης ", μουρμούρισε και σταμάτησε.Loch) durchgeführt direkt vor dem Fenster eine Parodie auf Blubbern Wehe mit lustig Schluchzen und Wehklagen Gurgeln, unterbrochen durch ruckartige Spasmen der Stille ...." Ein bisschen Schutz ", murmelte er und mehr.

Übersetzung nicht bestätigt

Ή, αν ξινή αλίμονο απολαύσεις σε κοινωνία, και needly θα rank'd με άλλους πόνους, -Oder erfreut, wenn sauer Wehe in der Gemeinschaft, Und needly mit anderen Leiden rank'd werden, -

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter
Deutsche Synonyme
Weh
Schmerz

Grammatik

Noch keine Grammatik zu αλίμονο.





Griechische Definition zu αλίμονο

αλίμονο [alímono] επιφ. : για να εκφράσουμε μεγάλη λύπη, απελπισία· συμφορά (μου), δυστυχία (μου): Aλίμονό μου, αν χάσω τη δουλειά μου! Aλίμονό τους που έμειναν ορφανά! αλίμονο στη μάνα που έβγαλε τέτοιο παιδί! (επιτατικά) αλίμονο και τρισαλίμονο*. ουαί* και αλίμονο. (απειλή) Aλίμονό σου, αν πας στο σχολείο αδιάβαστος. Aλίμονό σου, αν ξαναπείς ψέματα. Aλίμονό σου, κακομοίρη μου, αν σε πιάσω να κλέβεις. || για να δηλώσουμε ότι θεωρούμε κτ. απαράδεκτο, αδιανόητο: Πρέπει μόνος σου να προσπαθήσεις, αλίμονο αν περιμένεις να σε βοηθήσουν οι άλλοι. αλίμονο αν υπάρχουν μυστικά ανάμεσά μας. Tα έξοδα είναι όλα δικά μου. αλίμονο (αν πληρώσεις εσύ)!

[μσν. αλίμονον < αρχ. φρ. ἀλλ΄ εἰ μόνον `αλλά αν μόνο (δε συνέβαινε)΄ με μετακ. τόνου κατά τα σύνθετα]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback