ακαταλόγιστος Adj.  [akatalogistos, akatalojistos]

  Adj.
(0)

Etymologie zu ακαταλόγιστος

ακαταλόγιστος α- + καταλογίζω + -τος ((Lehnübersetzung) französisch irresponsable)


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung

Grammatik

Noch keine Grammatik zu ακαταλόγιστος.



Griechische Definition zu ακαταλόγιστος

ακαταλόγιστος -η -ο [akatalójistos] : α.για άτομο που, λόγω ηλικίας ή ψυχικής ή διανοητικής ανωμαλίας, δε θεωρείται υπεύθυνο για τις πράξεις του: Ένας δολοφόνος, αποδεδειγμένα ψυχοπαθής, είναι ακαταλόγιστος. β. ως χαρακτηρισμός ανθρώπου που ενεργεί πολύ επιπόλαια και απερίσκεπτα: Aυτός είναι τελείως ακαταλόγιστος, μη δίνεις σημασία σε αυτά που λέει και που κάνει. γ. για κτ. που ταιριάζει σε άνθρωπο ακαταλόγιστο: H συμπεριφορά του είναι ακαταλόγιστη. || (ως ουσ., νομ.) το ακαταλόγιστο, η έλλειψη ικανότητας για καταλογισμό: Στους διανοητικά αναπήρους δεν καταλογίζεται ποινική ευθύνη, γιατί έχουν το ακαταλόγιστο. Tο ακαταλόγιστο του κατηγορουμένου βεβαιώθηκε ιατρικά. ακαταλόγιστα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. α- καταλογισ- (καταλογίζω) -τος μτφρδ. γαλλ. irresponsable, (ουσ.) non imputabidivté, irresponsabidivté]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback