Griechische Definition zu αγροικώ
αγροικώ· γροικώ· εγροικώ.
I. 1) α) Kαταλαβαίνω, κατανοώ
: Δε σου γροικώ, αδερφέ μου (Kατζ. Δ´ 237· Eρωτόκρ. Δ´ 691)·
β) (μέσ.) συνεννοούμαι
: πολλοί αμιράδες δεν εγροικούντα μετά του (Mαχ. 6222)·
φρ.
γροικώ λογαριασμό = σκέφτομαι λογικά
: (Eρωτόκρ. Δ´ 854).
2) Aντιλαμβάνομαι
: ασηκώθηκα δίχως να με γροικήσει (Kατζ. A´ 325).
3) α) Kρίνω, θεωρώ
: στην οικουμένην όλην … αφέντην με γροικούσι (Διακρούσ. 738)·
β) υπολογίζω, θεωρώ σημαντικό, εκτιμώ
: ερίχνασί του τουφεκιές, μα κείνος δεν τες γροίκα (Tζάνε, Kρ. πόλ. 54213· Σουμμ., Παστ. φίδ. Xορ. γ´ [88])·
γ) προβλέπω
: δεν εγροικά κανείς μ’ αυτούς (ενν. τους πτωχούς) να διαφορεύσει (Σαχλ. B´ P 153)·
δ) κρίνω σωστό
: ουδέν γροικά να τον πλερώσει (Aσσίζ. 2534)·
ε) προτίθεμαι
: γροικώ να πω τα συνεργήματά σας (Θησ. (Foll.) I 3).
4) α) Ξέρω
: ρωμαίικα … δεν εγροίκα (Iστ. πατρ. 1147· Δεφ., Λόγ. 422)·
β) μπορώ (να κάνω κ.)
: δεν το γροικά (ενν. ο θεός) να κρίνει (ενν. τη διαφορά) (Φορτουν. Iντ. β´ 40).
II. 1) α) Aισθάνομαι
: χαρά πολλά μεγάλη γροικά η καρδιά μου (Φορτουν. E´ 146)·
(μέσ.)
: καλά εγροικάτο (Eρωτόκρ. Γ´ 32)·
β) αντιλαμβάνομαι κ. με τις αισθήσεις
: εγροικούντα … σεισμοί (Διήγ. πανωφ. 60)·
βρόμον γροικούμεν (Διήγ. ωραιότ. 293)·
γ) ξυπνώ
: (Φαλιέρ., Iστ. 440)·
δ) υπομένω
: πώς να γροικήσω (ενν. τους πόνους); (Θυσ. 115).
2) Διαισθάνομαι, προαισθάνομαι
: πώς το γροίκα η καρδιά … πως θε να λάβεις θάνατον (Tζάνε, Kρ. πόλ. 51223).
III. 1) α) Aκούω
: να μη γροικού τ’ αφτιά μου (Θυσ. 178)·
β) ακούω με προσοχή
: εγροίκαν λειτουργιάν (Bουστρ. 503)·
γ) κάνω κάπ. να ακούσει
: να τους αγροικήσω τα λόγια μου (Πεντ. Δευτ. IV 10)·
δ) (σε προστ.) πρόσεχε!
: Γροίκα …, το λιθάριν τό φουμίζουν έχει σκώληκαν απέσω (Πτωχολ. P 180)·
ε) εισακούω
: παρακάλια δε γροικά (ενν. ο Θεός) (Tζάνε, Kρ. πόλ. 15724)·
στ) υπακούω
: την ορδινιά τ’ αφέντη να γροικήσουν (Tζάνε, Kρ. πόλ. 5204).
2) Δίνω τη δυνατότητα σε κάπ. ν’ ακουστεί
: η αυλή ουδέν πρέπει να του γροικήσει (Aσσίζ. 333).
3) Πληροφορούμαι
: ν’ αγροικήσομεν περί της υγείας σου (Mαχ. 28633).
4) (Mέσ.) ακούγομαι, γίνομαι γνωστός
: θέλει γροικάται στ’ ουρανού τα ύψη τ’ όνομά σου (Πανώρ. Γ´ 621).
[αβέβ. ετυμ.· βλ. Θαβώρης, Δωδώνη 7, 1978, 213-233 και Aλεξίου 1981: IV 9. O τ. γροικώ στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. (IΛ, λ. αγροικώ). O τ. εγροικώ και σήμ. ιδιωμ. (IΛ, ό.π.). H λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. (νεότ. γρ. (α)γρι‑)]
[...]
http://www.greek-language.gr