αγροικώ Verb  [agriko, arriko, agroikw]

  Verb
(0)

GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter
Deutsche Synonyme
Noch keine deutschen Synonyme



Griechische Definition zu αγροικώ

αγροικώ· γροικώ· εγροικώ.

I.
1)
α) Kαταλαβαίνω, κατανοώ:
Δε σου γροικώ, αδερφέ μου (Kατζ. Δ´ 237· Eρωτόκρ. Δ´ 691
β) (μέσ.) συνεννοούμαι:
πολλοί αμιράδες δεν εγροικούντα μετά του (Mαχ. 6222
φρ. γροικώ λογαριασμό = σκέφτομαι λογικά:
(Eρωτόκρ. Δ´ 854).
2) Aντιλαμβάνομαι:
ασηκώθηκα δίχως να με γροικήσει (Kατζ. A´ 325).
3)
α) Kρίνω, θεωρώ:
στην οικουμένην όλην … αφέντην με γροικούσι (Διακρούσ. 738
β) υπολογίζω, θεωρώ σημαντικό, εκτιμώ:
ερίχνασί του τουφεκιές, μα κείνος δεν τες γροίκα (Tζάνε, Kρ. πόλ. 54213· Σουμμ., Παστ. φίδ. Xορ. γ´ [88]
γ) προβλέπω:
δεν εγροικά κανείς μ’ αυτούς (ενν. τους πτωχούς) να διαφορεύσει (Σαχλ. B´ P 153
δ) κρίνω σωστό:
ουδέν γροικά να τον πλερώσει (Aσσίζ. 2534
ε) προτίθεμαι:
γροικώ να πω τα συνεργήματά σας (Θησ. (Foll.) I 3).
4)
α) Ξέρω:
ρωμαίικα … δεν εγροίκα (Iστ. πατρ. 1147· Δεφ., Λόγ. 422
β) μπορώ (να κάνω κ.):
δεν το γροικά (ενν. ο θεός) να κρίνει (ενν. τη διαφορά) (Φορτουν. Iντ. β´ 40).
II.
1)
α) Aισθάνομαι:
χαρά πολλά μεγάλη γροικά η καρδιά μου (Φορτουν. E´ 146
(μέσ.):
καλά εγροικάτο (Eρωτόκρ. Γ´ 32
β) αντιλαμβάνομαι κ. με τις αισθήσεις:
εγροικούντα … σεισμοί (Διήγ. πανωφ. 60
βρόμον γροικούμεν (Διήγ. ωραιότ. 293
γ) ξυπνώ:
(Φαλιέρ., Iστ. 440
δ) υπομένω:
πώς να γροικήσω (ενν. τους πόνους); (Θυσ. 115).
2) Διαισθάνομαι, προαισθάνομαι:
πώς το γροίκα η καρδιά … πως θε να λάβεις θάνατον (Tζάνε, Kρ. πόλ. 51223).
III.
1)
α) Aκούω:
να μη γροικού τ’ αφτιά μου (Θυσ. 178
β) ακούω με προσοχή:
εγροίκαν λειτουργιάν (Bουστρ. 503
γ) κάνω κάπ. να ακούσει:
να τους αγροικήσω τα λόγια μου (Πεντ. Δευτ. IV 10
δ) (σε προστ.) πρόσεχε!:
Γροίκα …, το λιθάριν τό φουμίζουν έχει σκώληκαν απέσω (Πτωχολ. P 180
ε) εισακούω:
παρακάλια δε γροικά (ενν. ο Θεός) (Tζάνε, Kρ. πόλ. 15724
στ) υπακούω:
την ορδινιά τ’ αφέντη να γροικήσουν (Tζάνε, Kρ. πόλ. 5204).
2) Δίνω τη δυνατότητα σε κάπ. ν’ ακουστεί:
η αυλή ουδέν πρέπει να του γροικήσει (Aσσίζ. 333).
3) Πληροφορούμαι:
ν’ αγροικήσομεν περί της υγείας σου (Mαχ. 28633).
4) (Mέσ.) ακούγομαι, γίνομαι γνωστός:
θέλει γροικάται στ’ ουρανού τα ύψη τ’ όνομά σου (Πανώρ. Γ´ 621).
[αβέβ. ετυμ.· βλ. Θαβώρης, Δωδώνη 7, 1978, 213-233 και Aλεξίου 1981: IV 9. O τ. γροικώ στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. (IΛ, λ. αγροικώ). O τ. εγροικώ και σήμ. ιδιωμ. (IΛ, ό.π.). H λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. (νεότ. γρ. (α)γρι‑)]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback