αγαπώ Verb  [agapo, arapo, agapw]

  Verb
(746)

Etymologie zu αγαπώ

αγαπώ altgriechisch ἀγαπῶ συνηρημένου τύπου του ἀγαπάω, άγνωστης ετυμολογίας. siehe auch αγαπάω.


GriechischDeutsch
"Αλλά δεν θα μπορούσε να τον αγαπώ.""Aber sie konnte ihn nicht lieben."

Übersetzung nicht bestätigt

Η ίδια η λέξη "πίστη" αρχικά σήμαινε αγαπώ, εκτιμώ, έχω κάτι "στην καρδιά μου".Das Wort "Glaube" (engl. 'belief') selbst bedeutete ursprünglich zu lieben, wertzuschätzen, zu ehren.

Übersetzung nicht bestätigt

"Θα αγαπώ τον εαυτό μου παρ' όλη την ευκολία με την οποία κλίνω προς το αντίθετο.""Ich werde mich selbst lieben, trotz der Leichtigkeit, mit der ich zum Gegenteil neige."

Übersetzung nicht bestätigt

Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Μεξικό, και στην πορεία έμαθα ν' αγαπώ το Μεξικό.Ich wurde in Mexiko geboren, bin in Mexiko aufgewachsen und habe dabei Mexiko lieben gelernt.

Übersetzung nicht bestätigt

Και από τις πρώτες μου παιδικές εμπειρίες έμαθα να αγαπώ τα τοπία.Durch diese frühen Kindheitserfahrungen habe ich gelernt Landschaften zu lieben.

Übersetzung nicht bestätigt



Grammatik

Grammatik zu αγαπώ

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
αγαπάω, αγαπώαγαπάμε, αγαπούμεαγαπιέμαιαγαπιόμαστε
αγαπάςαγαπάτεαγαπιέσαιαγαπιέστε, αγαπιόσαστε
αγαπάει, αγαπάαγαπάν(ε), αγαπούν(ε)αγαπιέταιαγαπιούνται, αγαπιόνται
Imper
fekt
αγαπούσα, αγάπαγααγαπούσαμε, αγαπάγαμεαγαπιόμουν(α)αγαπιόμαστε, αγαπιόμασταν
αγαπούσες, αγάπαγεςαγαπούσατε, αγαπάγατεαγαπιόσουν(α)αγαπιόσαστε, αγαπιόσασταν
αγαπούσε, αγάπαγεαγαπούσαν(ε), αγάπαγαν, αγαπάγανεαγαπιόταν(ε)αγαπιόνταν(ε), αγαπιούνταν, αγαπιόντουσαν
Aoristαγάπησααγαπήσαμεαγαπήθηκααγαπηθήκαμε
αγάπησεςαγαπήσατεαγαπήθηκεςαγαπηθήκατε
αγάπησεαγάπησαν, αγαπήσαν(ε)αγαπήθηκεαγαπήθηκαν, αγαπηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω αγαπήσει
έχω αγαπημένο
έχουμε αγαπήσει
έχουμε αγαπημένο
έχω αγαπηθεί
είμαι αγαπημένος, -η
έχουμε αγαπηθεί
είμαστε αγαπημένοι, -ες
έχεις αγαπήσει
έχεις αγαπημένο
έχετε αγαπήσει
έχετε αγαπημένο
έχεις αγαπηθεί
είσαι αγαπημένος, -η
έχετε αγαπηθεί
είστε αγαπημένοι, -ες
έχει αγαπήσει
έχει αγαπημένο
έχουν αγαπήσει
έχουν αγαπημένο
έχει αγαπηθεί
είναι αγαπημένος, -η, -ο
έχουν αγαπηθεί
είναι αγαπημένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα αγαπήσει
είχα αγαπημένο
είχαμε αγαπήσει
είχαμε αγαπημένο
είχα αγαπηθεί
ήμουν αγαπημένος, -η
είχαμε αγαπηθεί
ήμαστε αγαπημένοι, -ες
είχες αγαπήσει
είχες αγαπημένο
είχατε αγαπήσει
είχατε αγαπημένο
είχες αγαπηθεί
ήσουν αγαπημένος, -η
είχατε αγαπηθεί
ήσαστε αγαπημένοι, -ες
είχε αγαπήσει
είχε αγαπημένο
είχαν αγαπήσει
είχαν αγαπημένο
είχε αγαπηθεί
ήταν αγαπημένος, -η, -ο
είχαν αγαπηθεί
ήταν αγαπημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα αγαπάω, θα αγαπώθα αγαπάμε, θα αγαπούμεθα αγαπιέμαιθα αγαπιόμαστε
θα αγαπάςθα αγαπάτεθα αγαπιέσαιθα αγαπιέστε, θα αγαπιόσαστε
θα αγαπάει, θα αγαπάθα αγαπάν(ε), θα αγαπούν(ε)θα αγαπιέταιθα αγαπιούνται, θα αγαπιόνται
Fut
ur
θα αγαπήσωθα αγαπήσουμε, θα αγαπήσομεθα αγαπηθώθα αγαπηθούμε
θα αγαπήσειςθα αγαπήσετεθα αγαπηθείςθα αγαπηθείτε
θα αγαπήσειθα αγαπήσουν(ε)θα αγαπηθείθα αγαπηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω αγαπήσει
θα έχω αγαπημένο
θα έχουμε αγαπήσει
θα έχουμε αγαπημένο
θα έχω αγαπηθεί
θα είμαι αγαπημένος, -η
θα έχουμε αγαπηθεί
θα είμαστε αγαπημένοι, -ες
θα έχεις αγαπήσει
θα έχεις αγαπημένο
θα έχετε αγαπήσει
θα έχετε αγαπημένο
θα έχεις αγαπηθεί
θα είσαι αγαπημένος, -η
θα έχετε αγαπηθεί
θα είστε αγαπημένοι, -ες
θα έχει αγαπήσει
θα έχει αγαπημένο
θα έχουν αγαπήσει
θα έχουν αγαπημένο
θα έχει αγαπηθεί
θα είναι αγαπημένος, -η, -ο
θα έχουν αγαπηθεί
θα είναι αγαπημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να αγαπάω, να αγαπώνα αγαπάμε, να αγαπούμενα αγαπιέμαινα αγαπιόμαστε
να αγαπάςνα αγαπάτενα αγαπιέσαινα αγαπιέστε, να αγαπιόσαστε
να αγαπάει, να αγαπάνα αγαπάν(ε), να αγαπούν(ε)να αγαπιέταινα αγαπιούνται, να αγαπιόνται
Aoristνα αγαπήσωνα αγαπήσουμε, να αγαπήσομενα αγαπηθώνα αγαπηθούμε
να αγαπήσειςνα αγαπήσετενα αγαπηθείςνα αγαπηθείτε
να αγαπήσεινα αγαπήσουν(ε)να αγαπηθείνα αγαπηθούν(ε)
Perfνα έχω αγαπήσει
να έχω αγαπημένο
να έχουμε αγαπήσει
να έχουμε αγαπημένο
να έχω αγαπηθεί
να είμαι αγαπημένος, -η
να έχουμε αγαπηθεί
να είμαστε αγαπημένοι, -ες
να έχεις αγαπήσει
να έχεις αγαπημένο
να έχετε αγαπήσει
να έχετε αγαπημένο
να έχεις αγαπηθεί
να είσαι αγαπημένος, -η
να έχετε αγαπηθεί
να είστε αγαπημένοι, -η
να έχει αγαπήσει
να έχει αγαπημένο
να έχουν αγαπήσει
να έχουν αγαπημένο
να έχει αγαπηθεί
να είναι αγαπημένος, -η, -ο
να έχουν αγαπηθεί
να είναι αγαπημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presαγάπα, αγάπαγεαγαπάτεαγαπιέστε
Aoristαγάπησε, αγάπααγαπήστεαγαπήσουαγαπηθείτε
Part
izip
Presαγαπώντας
Perfέχοντας αγαπήσει, έχοντας αγαπημένοαγαπημένος, -η, -οαγαπημένοι, -ες, -α
InfinAoristαγαπήσειαγαπηθεί





Griechische Definition zu αγαπώ

αγαπώ [aγapó] & -άω, -ιέμαι μππ. αγαπημένος* : 1.αισθάνομαι για κπ. ή για κτ. αγάπη, φιλία, στοργή, συμπάθεια, τρυφερότητα, αφοσίωση. ANT μισώ: αγαπώ τους γονείς / τη γυναίκα / τα παιδιά / τη δουλειά μου / την πατρίδα / την ελευθερία. (έκφρ.) σ΄ αγαπάει η πεθερά* σου. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback