αγανακτώ altgriechisch ἀγανακτέω / ἀγανακτῶ ἄγαν + ἔχω
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Noch keine Beispielsätze. |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
Noch keine deutschen Synonyme |
Aktiv | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | αγανακτώ, αγαναχτώ | αγανακτούμε |
αγανακτείς | αγανακτείτε | ||
αγανακτεί | αγανακτούν(ε) | ||
Imper fekt | αγανακτούσα | αγανακτούσαμε | |
αγανακτούσες | αγανακτούσατε | ||
αγανακτούσε | αγανακτούσαν(ε) | ||
Aorist | αγανάκτησα | αγανακτήσαμε | |
αγανάκτησες | αγανακτήσατε | ||
αγανάκτησε | αγανάκτησαν, αγανακτήσαν(ε) | ||
Perf ekt | έχω αγανακτήσει | έχουμε αγανακτήσει | |
έχεις αγανακτήσει | έχετε αγανακτήσει | ||
έχει αγανακτήσει | έχουν αγανακτήσει | ||
Plu perf ekt | είχα αγανακτήσει | είχαμε αγανακτήσει | |
είχες αγανακτήσει | είχατε αγανακτήσει | ||
είχε αγανακτήσει | είχαν αγανακτήσει | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα αγανακτώ | θα αγανακτούμε | |
θα αγανακτείς | θα αγανακτείτε | ||
θα αγανακτεί | θα αγανακτούν(ε) | ||
Fut ur | θα αγανακτήσω | θα αγανακτήσουμε | |
θα αγανακτήσεις | θα αγανακτήσετε | ||
θα αγανακτήσει | θα αγανακτήσουν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω αγανακτήσει | θα έχουμε αγανακτήσει | |
θα έχεις αγανακτήσει | θα έχετε αγανακτήσει | ||
θα έχει αγανακτήσει | θα έχουν αγανακτήσει | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να αγανακτώ | να αγανακτούμε |
να αγανακτείς | να αγανακτείτε | ||
να αγανακτεί | να αγανακτούν(ε) | ||
Aorist | να αγανακτήσω | να αγανακτήσουμε, να αγανακτήσομε | |
να αγανακτήσεις | να αγανακτήσετε | ||
να αγανακτήσει | να αγανακτήσουν(ε) | ||
Perf | να έχω αγανακτήσει | να έχουμε αγανακτήσει | |
να έχεις αγανακτήσει | να έχετε αγανακτήσει | ||
να έχει αγανακτήσει | να έχουν αγανακτήσει | ||
Imper ativ | Pres | αγανακτείτε | |
Aorist | αγανάκτησε | αγανακτήστε, αγανακτήσετε | |
Part izip | Pres | αγανακτώντας | |
Perf | αγανακτισμένος, -η, -ο | αγανακτισμένοι, -ες, -α | |
έχοντας αγανακτήσει | |||
Infin | Aorist | αγανακτήσει |
αγανακτώ [aγanaktó] .11α μππ. αγαναχτισμένος* : 1.θυμώνω, δυσανασχετώ έντονα ιδίως επειδή θίγονται τα αισθήματα της αξιοπρέπειας, της δικαιοσύνης ή του φιλότιμου: Aγανάκτησε και ξέσπασε. Aγανακτεί με την τεμπελιά και την απροθυμία των ντόπιων. Aγανάκτησε για την αδικία. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.