Griechische Definition zu αγάλια
αγάλια [aγálja] adv (& αγάλι) usu redupl αγάλια αγάλια, αγάλι αγάλια, αγάλι αγάλι (αγάλι γάλι, γάλι γάλι)
① slowly (syn σιγά, σιγά σιγά):
περπατεί αγάλιααγάλια |
μην τρέχης, αγάλι αγάλια να σε φτάση το παιδί |
gnom αγάλι(α) αγάλια πας μακριά who goes slowly goes surely |
gnom αγάλι αγάλια φύτευε ο γεωργός αμπέλι | κι αγάλι αγάλια γίνεται η αγουρίδα μέλι everything comes to him who works patiently and constantly, time and perseverance drive snails to Jerusalem (in the 2nd case of the adv sense 2 is more fitting) |
η δουλειά που μοιράζεται... αγάλια την πραγματοποιεί και την ανυψώνει την πνευματική κατάσταση του ανθρώπου (Palam) |
αγάλια άνοιγε σαν τριαντάφυλλο η ανατολή (Kazantz) |
ζυγώσαν ύστερα αγάλι αγάλι στον πύργο (Prevelakis) |
folks. περικαλώ σε, βασιλιά, περικαλώ σ', αφέντη, αγάλιααγάλια να 'ρχεσαι, αγάλια να διαβαίνης |
poem αγάλι γάλι ασηκώθη από χάμου (Solom) |
κουρασμένος ο Aδάμ γυρνούσε αγάλι (Markoras) |
ξεμάκρυνε θλιμμένο αγάλι αγάλι (id.) |
αγάλιααγάλια, δίχως να το νοιώθω, | στους ήσκιους σας πάντα έζησα διαβάτης (Palam)
ⓐ quietly (syn ήρεμα):
τον αρραβώνα ο ίδιος | οπού σου πήρε αγάλι (Sikel) |
να μη σου κόψω ―αγάλια βήχω―, | το διάβασμά σου (Zevgodiv)
ⓑ softly, gently:
folks. έλα, ύπν', αγάλι αγάλι | στου μικρού το κεφάλι |
poem και γυρνάς μαζί με την ψυχή μου |...| και σιγά σιγά κι αγάλι αγάλι | πάλι αποκοιμιέσαι στην ψυχή μου (Malakasis) |
τον ώμο σπρώχνει του Iωσήφ αγάλι (Sikel) |
με πήρες απ' το χέρι αγάλι | και μου είπες |
έλα κάτι μένει (KChatzop) |
η νύχτα η κρύα, η νύχτα η βροχερή | σιγοσφυρίζει αγάλια κι όλο προχωρεί (Zevgodiv)
② divttle by divttle, gradually (syn λίγο λίγο, σιγά σιγά, βαθμιαία):
και έτσι καθώς βλέπεις, Σοφολογιότατε, αγάλιααγάλια εγώ σε στενεύω να ομιλήσης του Aδάμ τη γλώσσα (Solom) |
το παιδάκι... έλιωνε αγάλιααγάλια σαν το κερί (Palam) |
η ποιητική θρησκεία δε θέλησε να μου τ' αποκαλύψη τα μυστικά της παρά με καιρό και με κόπο κι αγάλιααγάλια (id.) |
poem και σκώνοντας τα μάτια του κοιτάει | να πλημμυρίζη αγάλια νέφη ο ουρανός (Sikel) |
το άγαλμα πέφτει γυμνό στον αδρό | κόρφο που το γλυκαίνει αγάλι αγάλι (Seferis) |
το κύμα δεν ακούγεται· θαμπός | έχει πυκνώσει αγάλι αγάλι ο αέρας (Karthaios)
③ sparsely, infrequently (syn αραιά, πότε πότε):
gnom αγάλι αγάλι το φιλί για να 'χη νοστιμάδα
[fr late MG αγάλια w. -α fr MG αγάλη; MG αγάλη and ModG αγάλι fr αγάλην (cf Cypr γάλην in Machairas) ← αγάληνα (so Cappod dial), this, perh accented by anal. of a cpd *αγαληναγάληνα, fr αγαληνά]
[...]
http://www.greek-language.gr