έκθετος -η -ο Adj.  [ekthetos -i -o, ekthetos -h -o]

  Adj.
(0)

GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter
Deutsche Synonyme
Noch keine deutschen Synonyme

Grammatik

  • έκθετος (maskulin)
  • έκθετη (feminin)
  • έκθετο (neutrum)


Griechische Definition zu έκθετος -η -ο

έκθετος -η -ο [ékθetos] : α. εκτεθειμένος (ακάλυπτος και απροφύλακτος) στη βλαπτική επίδραση εξωτερικού φυσικού παράγοντα: Aφήνω κάτι έκθετο στη βροχή / στον ήλιο. β. εκτεθειμένος (χωρίς υποστήριξη, υπεράσπιση, προστασία) σε επιθετική εχθρική πράξη: Δεν αποχώρησε από τη συζήτηση, για να μην αφήσει το νομοσχέδιο έκθετο στην κριτική της αντιπολίτευσης. || (και για πρόσ.): Aκόμα και οι συνεργάτες του τον άφησαν έκθετο στην πολεμική των αντιπάλων του. γ. (ως ουσ.) το έκθετο, για βρέφος που εγκαταλείπεται κάπου από άγνωστους γονείς, για να το βρουν άλλοι: Yιοθέτησαν ένα έκθετο.

[λόγ. < αρχ. ἔκθετος `διωγμένος από το σπίτι΄ κατά τις σημ. του εκθέτω]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback