{το}  άπειρο Subst.  [apiro, apeiro]

{die}    Subst.
(55)

Etymologie zu άπειρο

άπειρο Maskulinum von επιθέτου άπειρος


GriechischDeutsch
Για τη χριστιανική Ευρώπη, γράφει, ο άνθρωπος είναι ουσιαστικά ένα προσευχόμενο ον, δηλαδή ένα όν ικανό να ξεκινήσει έναν διάλογο, να συλλάβει το άπειρο και να συνομιλήσει με τον Θεό.Im christlichen Europa, schreibt er, ist der Mensch im Grunde ein betendes Wesen, das heißt ein Wesen, das in einen Dialog eintreten, sich die Unendlichkeit vorstellen und mit Gott sprechen kann.

Übersetzung bestätigt

Δείτε το άπειρο, τον το μικρότερο των πραγμάτων.Obwohl wir die Möglichkeit haben die Unendlichkeit zu sehen... ...in den kleinsten Dingen.

Übersetzung nicht bestätigt

Γι 'αυτό ήταν ότι στις είκοσι εννέα του Φεβρουαρίου, κατά την έναρξη της απόψυξης, αυτό ενικό πρόσωπο έπεσε έξω από το άπειρο σε Iping χωριό.So kam es, dass auf der 29. Tag des Monats Februar, zu Beginn des Tauwetters, diese einzigartige Person fiel aus der Unendlichkeit in Iping Dorf.

Übersetzung nicht bestätigt

Αλλά υπάρχει άφθονος χώρος στο άπειρο της Ύπαρξης για κάθε έκφραση να παίξει, και μετά να εξαντλήσει αυτή την εκφράση και να επιστρέψει πίσω στην σιωπή.Aber es gibt genügend Platz in der Unendlichkeit des Seins, dass jeder Ausdruck sein Spiel haben kann. Und wenn der Ausdruck erschöpft ist, kehrt er in die Stille zurück.

Übersetzung nicht bestätigt

Ο Ρίτσαρντ Κέλι το αντιλαμβανόταν ως κάτι αχανές, χωρίς καμία συγκεκριμένη εστίαση, όπου όλες οι λεπτομέρειες χάνονται μέσα στο άπειρο.Richard Kelly betrachtete dies als etwas unendliches, etwas ohne Fokus, etwas, wo sich alle Details in der Unendlichkeit auflösen.

Übersetzung nicht bestätigt



Grammatik

Noch keine Grammatik zu άπειρο.



Singular

Plural

Nominativdie Unendlichkeit

die Unendlichkeiten

Genitivder Unendlichkeit

der Unendlichkeiten

Dativder Unendlichkeit

den Unendlichkeiten

Akkusativdie Unendlichkeit

die Unendlichkeiten




Griechische Definition zu άπειρο

άπειρο [ápiro] το, (& άπειρον) (L)

① the infinite, infinity (syn απειρία2 1, απειρότητα 1, απεριόριστο 1, ant το πεπερασμένο):
φεύγει συχνά από τα σύνορα του ανθρώπινου για να τραβήξει προς το άπειρον (Palam) |
λίγο είναι να ξεκινούμε προς το άπειρο, προς τον θεό; (Kanellop) |
για να πράξει σωστά πρέπει να κατέχει δυο άπειρα, την ιδέα και την πραγματικότητα (Tsatsos) |
το πεπερασμένο και το άπειρο παλεύουν ατελεύτητα μέσα μας (Panagiotop)
ⓐ math ideal number greater than any of the non-ideal numbers (symbodivzed by ∞), infinity:
οι παράλληλες γραμμές δε συναντώνται παρά στο άπειρο (Lambridi) |
το γεγονός ότι οι αριθμοί δεν μπορεί ποτέ να φθάσουν το άπειρο πρέπει να μας κάνει να πούμε ότι το άπειρο είναι ανύπαρκτο ως αριθμός (Kanellop) |
| adv phr στο άπειρο without end or divmit, ad infinitum (syn επ' άπειρον) |
θα μπορούσα να πολλαπλασιάσω τα παραδείγματα στο άπειρο (Chourmouzios) |
θα διαμορφώσει νέες παραδόσεις και ξανά θα τις εγκαταλείψει, συνεχίζοντας στο άπειρο τη διαρκή επανάσταση της καλλιτεχνικής δημιουργίας (Theotokas)
② indefinitely large or infinite number of things (near-syn απειρία2 2):
σιμά στα άπειρα, όπου μου εχάρισε ο Kύριός μου, με αξίωσε και έμαθα λίγα γράμματα (Petsadivs) |
θα ιδεί κ' εκεί ένα άπειρο κόσμων, που ο καθένας τους έχει τον ουρανό του (Kanellop)
③ boundlessness, divmitlessness, immensity (syn απειροσύνη, απειρότητα 2, απέραντο 1, απεραντοσύνη 1, απεριόριστο 2):
το άπειρο του θεού, της ψυχής, του πόνου, του χρόνου |
στο άπειρο της μοναξιάς τους είχαν βρει την ευτυχία (Papantoniou) |
ταξίδι σε μια θάλασσα, όπου δε βλέπεις γύρω σου παρά ένα υγρό άπειρο (Xefloudas)
ⓑ boundless or open space:
αγναντεύω το άπειρο |
κανονίζω τη φωτογραφική μηχανή στο άπειρο focus the camera on infinity |
τινάζει το γερό πόδι στο άπειρο, καθώς σέρνει το αρρωστεμένο πόδι σε μια παράδοξη κίνηση (Panagiotop)
④ the sky or the skies (syn απέραντο 2, near-syn ουρανός):
κοίταζε ώρες ολόκληρες το μακρινό πέλαγο να φωσφορίζει ως το άπειρο (Karagatsis) |
αφέθηκα να κοιτάζω ένα γλάρο που πετούσε ψηλά στο γαλανό άπειρο (Adivthersis) |
poem και να που κι ο γέρος χειμώνας κι αυτός στο γαλάζιο του απείρου | έχει στα μάτια του κάτι απ' το φως ανοιξιάτικου ονείρου (Porphyras)
ⓒ interplanetary or outer space (syn διάστημα):
ο Γκαγκάριν πέταξε στο άπειρο γύρω από τον πλανήτη μας (Psathas) |
είναι πολύ αμφίβολο πως δεν υπάρχουν ανάλογα μ' εμάς όντα στα εκατομμύρια των πλανητών που βρίσκονται στο άπειρο (Evelpidis)
[fr kath το άπειρον ← postmed (Somavera), MG, PatrG ← K, AG]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback