zutragen
 Verb

μεταδίδω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Wenn die Welt für ein neues und besseres Leben bereit ist, wird sich all dies eines Tages zutragen... wenn es Gott genehm ist.Όταν η ανθρωπότητα θα είναι έτοιμη για μια ζωή καινούργια και καλλίτερη, όλο αυτό θα επανέλθει... όταν θελήσει ο Θεός.

Übersetzung nicht bestätigt

Und wenn die Welt für ein neues und besseres Leben bereit ist, dann wird sich all dies eines Tages zutragen... wenn es Gott genehm ist.Όταν η ανθρωπότητα θα είναι έτοιμη για μια καινούργια και καλλίτερη ζωή, όλα αυτά θα τα αποκτήσει μια μέρα... αν θέλει ο Θεός.

Übersetzung nicht bestätigt

Jemand könnte Ihrer Majestät zutragen:Εκατοντάδες στόματα θα κουτσουμπολέψουν στην Μεγαλειότητά της...

Übersetzung nicht bestätigt

Mich daran gewöhnen. Nein, ich wollte sagen. Du musst dich gewöhnen, sie solange zutragen bis.την συνήθεια... εννοούσα την συνήθεια να την φοράς για το χρόνο που μας χωρίζει από την επιτυχία.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich weiß nicht, ob du verstehen kannst, wie sich so etwas zwischen Mann und Frau zutragen kann.Δεν ξέρω αν μπορείς ν' αντιληφθείς, Φρανκ πώς μπορεί να συμβαίνει κάτι τέτοιο ανάμεσα σ' ένα αντρόγυνο.

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
Noch keine deutschen Synonyme.
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
μεταδίδωμεταδίδουμε, μεταδίδομεμεταδίδομαιμεταδιδόμαστε
μεταδίδειςμεταδίδετεμεταδίδεσαιμεταδίδεστε, μεταδιδόσαστε
μεταδίδειμεταδίδουν(ε)μεταδίδεταιμεταδίδονται
Imper
fekt
μετέδιδαμεταδίδαμεμεταδιδόμουν(α)μεταδιδόμαστε
μετέδιδεςμεταδίδατεμεταδιδόσουν(α)μεταδιδόσαστε
μετέδιδεμετέδιδαν, μεταδίδαν(ε)μεταδιδόταν(ε)μεταδίδονταν
Aoristμετέδωσα, μετάδωσαμεταδώσαμεμεταδόθηκαμεταδοθήκαμε
μετέδωσες, μετάδωσεςμεταδώσατεμεταδόθηκεςμεταδοθήκατε
μετέδωσε, μετάδωσεμετέδωσαν, μεταδώσαν(ε)μεταδόθηκεμεταδόθηκαν, μεταδοθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω μεταδώσειέχουμε μεταδώσειέχω μεταδοθεί
(είμαι μεταδομένος, -η)
έχουμε μεταδοθεί
(είμαστε μεταδομένοι, -ες)
έχεις μεταδώσειέχετε μεταδώσειέχεις μεταδοθεί
(είσαι μεταδομένος, -η)
έχετε μεταδοθεί
(είστε μεταδομένοι, -ες)
έχει μεταδώσειέχουν μεταδώσειέχει μεταδοθεί
(είναι μεταδομένος, -η, -ο)
έχουν μεταδοθεί
(είναι μεταδομένοι, -ες, -α)
Plu
per
fekt
είχα μεταδώσειείχαμε μεταδώσειείχα μεταδοθεί
(ήμουν μεταδομένος, -η)
είχαμε μεταδοθεί
(ήμαστε μεταδομένος, -η)
είχες μεταδώσειείχατε μεταδώσειείχες μεταδοθεί
(ήσουν μεταδομένος, -η)
είχατε μεταδοθεί
(ήσαστε μεταδομένος, -η)
είχε μεταδώσειείχαν μεταδώσειείχε μεταδοθεί
(ήταν μεταδομένος, -η, -ο)
είχαν μεταδοθεί
(ήταν μεταδομένοι, -ες, -α)
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα μεταδίδωθα μεταδίδουμε, θα μεταδίδομεθα μεταδίδομαιθα μεταδιδόμαστε
θα μεταδίδειςθα μεταδίδετεθα μεταδίδεσαιθα μεταδίδεστε, θα μεταδιδόσαστε
θα μεταδίδειθα μεταδίδουν(ε)θα μεταδίδεταιθα μεταδίδονται
Fut
ur
θα μεταδώσωθα μεταδώσουμε, θα μεταδώσομεθα μεταδοθώθα μεταδοθούμε
θα μεταδώσειςθα μεταδώσετεθα μεταδοθείςθα μεταδοθείτε
θα μεταδώσειθα μεταδώσουν(ε)θα μεταδοθείθα μεταδοθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω μεταδώσειθα έχουμε μεταδώσειθα έχω μεταδοθεί
(θα είμαι μεταδομένος, -η)
θα έχουμε μεταδοθεί
(θα είμαστε μεταδομένοι, -ες)
θα έχεις μεταδώσειθα έχετε μεταδώσειθα έχεις μεταδοθεί
(θα είσαι μεταδομένος, -η)
θα έχετε μεταδοθεί
(θα είστε μεταδομένοι, -ες)
θα έχει μεταδώσειθα έχουν μεταδώσειθα έχει μεταδοθεί
(θα είναι μεταδομένος, -η, -ο)
θα έχουν μεταδοθεί
(θα είναι μεταδομένοι, -ες, -α)
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να μεταδίδωνα μεταδίδουμε, να μεταδίδομενα μεταδίδομαινα μεταδιδόμαστε
να μεταδίδειςνα μεταδίδετενα μεταδίδεσαινα μεταδίδεστε, να μεταδιδόσαστε
να μεταδίδεινα μεταδίδουν(ε)να μεταδίδεταινα μεταδίδονται
Aoristνα μεταδώσωνα μεταδώσουμε, να μεταδώσομενα μεταδοθώνα μεταδοθούμε
να μεταδώσειςνα μεταδώσετενα μεταδοθείςνα μεταδοθείτε
να μεταδώσεινα μεταδώσουν(ε)να μεταδοθείνα μεταδοθούν(ε)
Perfνα έχω μεταδώσεινα έχουμε μεταδώσεινα έχω μεταδοθεί
(να είμαι μεταδομένος, -η)
να έχουμε μεταδοθεί
(να είμαστε μεταδομένοι, -ες)
να έχεις μεταδώσεινα έχετε μεταδώσεινα έχεις μεταδοθεί
(να είσαι μεταδομένος, -η)
να έχετε μεταδοθεί
(να είστε μεταδομένοι, -ες)
να έχει μεταδώσεινα έχουν μεταδώσεινα έχει μεταδοθεί
(να είναι μεταδομένος, -η, -ο)
να έχουν μεταδοθεί
(να είναι μεταδομένοι, -ες, -α)
Imper
ativ
Presμετάδιδεμεταδίδετεμεταδίδεστε
Aoristμετάδωσεμεταδώστε, μεταδώσετεμεταδώσουμεταδοθείτε
Part
izip
Presμεταδίδονταςμεταδιδόμενος
Perfέχοντας μεταδώσειμεταδομένος, -η, -ομεταδομένοι, -ες, -α
InfinAoristμεταδώσειμεταδοθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback