Deutsch | Griechisch |
---|---|
Herr Präsident, es tut mir leid, dass meine Ausführungen eine halbe Stunde Redezeit in Anspruch genommen haben, aber ich bin der Auffassung, dass das Parlament ein Recht auf eine umfassende Antwort zu den zahlreichen eingebrachten Änderungsanträgen hat. | Κύριε Πρόεδρε, ζητώ συγγνώμη που μίλησα επί περισσότερο από μισή ώρα, αλλά θεωρώ πως το Κοινοβούλιο δικαιούται μία ολοκληρωμένη απάντηση για τις πολλές τροπολογίες που κατατέθηκαν. Übersetzung bestätigt |
Es tut mir leid, dass ich so ausführlich geworden bin, aber es ist ein überaus wichtiges Thema, auf das ich ausführlich eingehen wollte. | Ζητώ συγγνώμη που μίλησα τόσο πολύ, όμως αυτό το θέμα είναι πολύ σημαντικό και ήθελα να το πραγματευθώ εμπεριστατωμένα. Übersetzung bestätigt |
Ich möchte noch einmal betonen und damit komme ich zum Schluss, Herr Präsident, und es tut mir leid, wenn ich mir einige zusätzliche Minuten genommen habe, aber ich halte dieses Thema für wichtig genug, um die von den Regeln vorgegebenen Zeiten zu überziehen -, dass wir den Bericht von Frau Gurmai begrüßen. | Επιτροπή, επαναλαμβάνω ολοκληρώνω, κύριε Πρόεδρε, και ζητώ συγγνώμη αν ξεπέρασα τον χρόνο μου κατά μερικά λεπτά, αλλά θεωρώ ότι το παρόν αποτελεί αρκετά σημαντικό ζήτημα ώστε να πρέπει να υπερβούμε τα χρονικά περιθώρια που ορίζουν οι κανονισμοί. Übersetzung bestätigt |
Es tut mir leid. | Ζητώ συγγνώμη. Übersetzung bestätigt |
Frau Präsidentin! Es tut mir leid, dass wir Sie mit unseren Erklärungen zu den Abstimmungen vom Mittagessen abhalten. | Κυρία Πρόεδρε, σας ζητώ συγγνώμη που σας κρατάμε από το γεύμα σας με τις αιτιολογήσεις ψήφου μας. Übersetzung bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
bedaure |
tut mir leid |
ich bin untröstlich |
bedaure sehr |
tut mir außerordentlich leid |
sorry |
(ich) bitte tausendmal um Entschuldigung |
tut mir echt leid |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Noch keine Informationen zur Grammatik vorhanden.
ΛΥΠΑΜΑΙ I am sorry | Aktiv | Passive | |||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | λυπώ | λυπούμε | λυπάμαι, λυπούμαι | λυπόμαστε, λυπούμαστε |
λυπείς | λυπείτε | λυπάσαι | λυπάστε, λυπόσαστε | ||
λυπεί | λυπούν(ε) | λυπάται | λυπούνται, λυπόνται | ||
Imper fekt | λυπούσα | λυπούσαμε | λυπόμουν(ε) | λυπόμαστε, λυπούμαστε, λυπόμασταν | |
λυπούσες | λυπούσατε | λυπόσουν(α) | λυπόσαστε, λυπόσασταν | ||
λυπούσε | λυπούσαν(ε) | λυπόταν(ε) | λυπόνταν(ε), λυπούνταν, λυπόντουσαν | ||
Aorist | λύπησα | λυπήσαμε | λυπήθηκα | λυπηθήκαμε | |
λύπησες | λυπήσατε | λυπήθηκες | λυπηθήκατε | ||
λύπησε | λύπησαν, λυπήσαν(ε) | λυπήθηκε | λυπήθηκαν, λυπηθήκαν(ε) | ||
Perf ekt | έχω λυπήσει έχω λυπημένο | έχουμε λυπήσει έχουμε λυπημένο | έχω λυπηθεί είμαι λυπημένος, -η | έχουμε λυπηθεί είμαστε λυπημένοι, -ες | |
έχεις λυπήσει έχεις λυπημένο | έχετε λυπήσει έχετε λυπημένο | έχεις λυπηθεί είσαι λυπημένος, -η | έχετε λυπηθεί είστε λυπημένοι, -ες | ||
έχει λυπήσει έχει λυπημένο | έχουν λυπήσει έχουν λυπημένο | έχει λυπηθεί είναι λυπημένος, -η, -ο | έχουν λυπηθεί είναι λυπημένοι, -ές, -α | ||
Plu perf ekt | είχα λυπήσει είχα λυπημένο | είχαμε λυπήσει είχαμε λυπημένο | είχα λυπηθεί ήμουν λυπημένος, -η | είχαμε λυπηθεί ήμαστε λυπημένοι, -ες | |
είχες λυπήσει είχες λυπημένο | είχατε λυπήσει είχατε λυπημένο | είχες λυπηθεί ήσουν λυπημένος, -η | είχατε λυπηθεί ήσαστε λυπημένοι, -ες | ||
είχε λυπήσει είχε λυπημένο | είχαν λυπήσει είχαν λυπημένο | είχε λυπηθεί ήταν λυπημένος, -η, -ο | είχαν λυπηθεί ήταν λυπημένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα λυπώ | θα λυπούμε | θα λυπάμαι, θα λυπούμαι | θα λυπόμαστε, θα λυπούμαστε | |
θα λυπείς | θα λυπείτε | θα λυπάσαι | θα λυπάστε, θα λυπόσαστε | ||
θα λυπεί | θα λυπούν(ε) | θα λυπάται | θα λυπούνται, θα λυπόνται | ||
Fut ur | θα λυπήσω | θα λυπήσουμε | θα λυπηθώ | θα λυπηθούμε | |
θα λυπήσεις | θα λυπήσετε | θα λυπηθείς | θα λυπηθείτε | ||
θα λυπήσει | θα λυπήσουν(ε) | θα λυπηθεί | θα λυπηθούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω λυπήσει θα έχω λυπημένο | θα έχουμε λυπήσει θα έχουμε λυπημένο | θα έχω λυπηθεί θα είμαι λυπημένος, -η | θα έχουμε λυπηθεί θα είμαστε λυπημένοι, -ες | |
θα έχεις λυπήσει θα έχεις λυπημένο | θα έχετε λυπήσει θα έχετε λυπημένο | θα έχεις λυπηθεί θα είσαι λυπημένος, -η | θα έχετε λυπηθεί θα είστε λυπημένοι, -η | ||
θα έχει λυπήσει θα έχει λυπημένο | θα έχουν λυπήσει θα έχουν λυπημένο | θα έχει λυπηθεί θα είναι λυπημένος, -η, -ο | θα έχουν λυπηθεί θα είναι λυπημένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να λυπώ | να λυπούμε | να λυπάμαι, να λυπούμαι | να λυπόμαστε, να λυπούμαστε |
να λυπείς | να λυπείτε | να λυπάσαι | να λυπάστε, να λυπόσαστε | ||
να λυπεί | να λυπούν(ε) | να λυπάται | να λυπούνται, να λυπόνται | ||
Aorist | να λυπήσω | να λυπήσουμε, να λυπήσομε | να λυπηθώ | να λυπηθούμε | |
να λυπήσεις | να λυπήσετε | να λυπηθείς | να λυπηθείτε | ||
να λυπήσει | να λυπήσουν(ε) | να λυπηθεί | να λυπηθούν(ε) | ||
Perf | να έχω λυπήσει να έχω λυπημένο | να έχουμε λυπήσει να έχουμε λυπημένο | να έχω λυπηθεί να είμαι λυπημένος, -η | να έχουμε λυπηθεί να είμαστε λυπημένοι, -ες | |
να έχεις λυπήσει να έχεις λυπημένο | να έχετε λυπήσει να έχετε λυπημένο | να έχεις λυπηθεί να είσαι λυπημένος, -η | να έχετε λυπηθεί να είστε λυπημένοι, -ες | ||
να έχει λυπήσει να έχει λυπημένο | να έχουν λυπήσει να έχουν λυπημένο | να έχει λυπηθεί να είναι λυπημένος, -η, -ο | να έχουν λυπηθεί να είναι λυπημένοι, -ες, -α | ||
Imper ativ | Pres | λυπείτε | λυπάστε | ||
Aorist | λύπησε | λυπήστε, λυπήσετε | λυπήσου | λυπηθείτε | |
Part izip | Pres | λυπώντας | |||
Perf | έχοντας λυπήσει, έχοντας λυπημένο | λυπημένος, -η, -ο | λυπημένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | λυπήσει | λυπηθεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.