erlaubt sein
 

επιτρέπομαι 
(0)
DeutschGriechisch
Noch keine Beispielsätze.
Deutsche Synonyme
Noch keine deutschen Synonyme.
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik

Noch keine Informationen zur Grammatik vorhanden.



ΕΠΙΤΡΕΠΟΜΑΙ
I am permitted
AktivPassive
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
επιτρέπωεπιτρέπουμε, επιτρέπομεεπιτρέπομαιεπιτρεπόμαστε
επιτρέπειςεπιτρέπετεεπιτρέπεσαιεπιτρέπεστε, επιτρεπόσαστε
επιτρέπειεπιτρέπουν(ε)επιτρέπεταιεπιτρέπονται
Imper
fekt
επέτρεπαεπιτρέπαμεεπιτρεπόμουν(α)επιτρεπόμαστε, επιτρεπόμασταν
επέτρεπεςεπιτρέπατεεπιτρεπόσουν(α)επιτρεπόσαστε, επιτρεπόσασταν
επέτρεπεεπέτρεπαν, επιτρέπαν(ε)επιτρεπόταν(ε)επιτρέπονταν, επιτρεπόντανε, επιτρεπόντουσαν
Aoristεπέτρεψαεπιτρέψαμεεπιτράπηκαεπιτραπήκαμε
επέτρεψεςεπιτρέψατεεπιτράπηκεςεπιτραπήκατε
επέτρεψεεπέτρεψαν, επιτρέψαν(ε)επιτράπηκεεεπιτράπηκαν, επιτραπήκαν(ε)
Per
fekt
έχω επιτρέψειέχουμε επιτρέψειέχω επιτραπείέχουμε επιτραπεί
έχεις επιτρέψειέχετε επιτρέψειέχεις επιτραπείέχετε επιτραπεί
έχει επιτρέψειέχουν επιτρέψειέχει επιτραπείέχουν επιτραπεί
Plu
per
fekt
είχα επιτρέψειείχαμε επιτρέψειείχα επιτραπείείχαμε επιτραπεί
είχες επιτρέψειείχατε επιτρέψειείχες επιτραπείείχατε επιτραπεί
είχε επιτρέψειείχαν επιτρέψειείχε επιτραπείείχαν επιτραπεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα επιτρέπωθα επιτρέπουμε, θα επιτρέπομεθα επιτρέπομαιθα επιτρεπόμαστε
θα επιτρέπειςθα επιτρέπετεθα επιτρέπεσαιθα επιτρέπεστε, θα επιτρεπόσαστε
θα επιτρέπειθα επιτρέπουν(ε)θα επιτρέπεταιθα επιτρέπονται
Fut
ur
θα επιτρέψωθα επιτρέψουμε, θα επιτρέψομεθα επιτραπώθα επιτραπούμε
θα επιτρέψειςθα επιτρέψετεθα επιτραπείςθα επιτραπείτε
θα επιτρέψειθα επιτρέψουν(ε)θα επιτραπείθα επιτραπούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω επιτρέψειθα έχουμε επιτρέψειθα έχω επιτραπείθα έχουμε επιτραπεί
θα έχεις επιτρέψειθα έχετε επιτρέψειθα έχεις επιτραπείθα έχετε επιτραπεί
θα έχει επιτρέψειθα έχουν επιτρέψειθα έχει επιτραπείθα έχουν επιτραπεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να επιτρέπωνα επιτρέπουμε, να επιτρέπομενα επιτρέπομαινα επιτρεπόμαστε
να επιτρέπειςνα επιτρέπετενα επιτρέπεσαινα επιτρέπεστε, να επιτρεπόσαστε
να επιτρέπεινα επιτρέπουν(ε)να επιτρέπεταινα επιτρέπονται
Aoristνα επιτρέψωνα επιτρέψουμε, να επιτρέψομενα επιτραπώνα επιτραπούμε
να επιτρέψειςνα επιτρέψετενα επιτραπείςνα επιτραπείτε
να επιτρέψεινα επιτρέψουν(ε)να επιτραπείνα επιτραπούν(ε)
Perfνα έχω επιτρέψεινα έχουμε επιτρέψεινα έχω επιτραπείνα έχουμε επιτραπεί
να έχεις επιτρέψεινα έχετε επιτρέψεινα έχεις επιτραπείνα έχετε επιτραπεί
να έχει επιτρέψεινα έχουν επιτρέψεινα έχει επιτραπείνα έχουν επιτραπεί
Imper
ativ
Presεπίτρεπεεπιτρέπετεεπιτρέπεστε
Aoristεπίτρεψεεπιτρέψτε, επιτρέψετεεπιτραπείτε
Part
izip
Presεπιτρέποντας
Perfέχοντας επιτρέψει
InfinAoristεπιτρέψειεπιτραπεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback