{το}  ψηφοδέλτιο Subst.  [psifodeltio, psifotheltio, pshfodeltio]

{der}    Subst.
(22)
{der}    Subst.
(12)

Etymologie zu ψηφοδέλτιο

ψηφοδέλτιο ψήφος + δελτίο


GriechischDeutsch
τα ψηφοδέλτια που προορίζονται για εκλογές οι οποίες διοργανώνονται από οργανισμούς εγκατεστημένους εκτός Κοινότητας·Stimmzettel für Wahlen, die von außerhalb der Gemeinschaft niedergelassenen Organen durchgeführt werden,

Übersetzung bestätigt

στα ψηφοδέλτια που προορίζονται για εκλογές οι οποίες διοργανώνονται από οργανισμούς εγκατεστημένους στις τρίτες χώρες·Stimmzettel für Wahlen, die von in Drittländern niedergelassenen Organen durchgeführt werden;

Übersetzung bestätigt

Ακολούθως εκλέγονται οι Αντιπρόεδροι, με ένα μόνο ψηφοδέλτιο.Anschließend werden die Vizepräsidenten auf einem einzigen Stimmzettel gewählt.

Übersetzung bestätigt

Μόνο τα ψηφοδέλτια που περιέχουν τα ονόματα των προσώπων που υπέβαλαν υποψηφιότητα υπολογίζονται κατά την καταμέτρηση των ψήφων.Nur die Stimmzettel, die die Namen von Personen tragen, deren Kandidatur vorlag, werden bei der Berechnung des Abstimmungsergebnisses berücksichtigt.

Übersetzung bestätigt

Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν να αναγράφεται στα ψηφοδέλτια το όνομα του ευρωπαϊκού πολιτικού κόμματος με το οποίο συνδέεται το εθνικό πολιτικό κόμμα ή συγκεκριμένος υποψήφιος ή να απεικονίζεται σε αυτά ο σχετικός λογότυπος.»,Die Mitgliedstaaten können gestatten, dass die Stimmzettel den Namen oder das Logo der europäischen politischen Partei, der die nationale politische Partei oder der Einzelbewerber angehört, tragen.“

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter
Deutsche Synonyme
Stimmzettel
Wahlzettel



Griechische Definition zu ψηφοδέλτιο

ψηφοδέλτιο το [psifoδéltio] : α.το φύλλο χαρτιού με το οποίο οι εκλογείς ή ψηφοφόροι δηλώνουν την προτίμησή τους· το φύλλο χαρτιού το οποίο ρίχνουμε στην κάλπη όταν ψηφίζουμε· (πρβ. ψήφος): Έγκυρο / άκυρο / λευκό ψηφοδέλτιο. Έντυπο / χειρόγραφο ψηφοδέλτιο. Kαταμέτρηση / διαλογή ψηφοδελτίων. β. κατάλογος υποψηφίων που συμμετέχουν σε εκλογή και εκπροσωπούν παράταξη, κόμμα κτλ.· συνδυασμός: Συγκροτώ / καταρτίζω / ανακοινώνω το ψηφοδέλτιο μιας παράταξης. Yποστηρίζω / καταψηφίζω / προπαγανδίζω το ψηφοδέλτιο ενός κόμματος. Kομματικό / παραταξιακό ψηφοδέλτιο. ψηφοδέλτιο επικρατείας. || Ενιαίο ψηφοδέλτιο, στο οποίο αναγράφονται τα ονόματα όλων των υποψηφίων, χωρίς διάκριση παρατάξεων.

[λόγ. ψήφ(ος) -ο- + δελτίον μτφρδ. γαλλ. bulletin de vote]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback