{το}  δόντι Subst.  [donti, thonti]

{der}    Subst.
(547)
{die}    Subst.
(0)

Etymologie zu δόντι

δόντι mittelgriechisch δόντιον altgriechisch ὀδόντιον υποκοριστικό του ὀδούς proto-griechisch *odónts proto-indogermanisch *h₃dónts (δόντι)


GriechischDeutsch
Οι ασθενείς με προηγούμενο ιστορικό οστεονέκρωσης της γνάθου ή οστεομυελίτιδας της γνάθου, ενεργά προβλήματα των δοντιών και της γνάθου που έχρηζαν χειρουργικής επέμβασης στο στόμα, πληγές που δεν είχαν ακόμη επουλωθεί μετά από χειρουργική επέμβαση στα δόντια/στο στόμα ή οποιαδήποτε προγραμματισμένη επεμβατική οδοντιατρική παρέμβαση, δεν ήταν επιλέξιμοι για ένταξη σε αυτές τις μελέτες.Patienten mit einer Vorgeschichte von ONJ oder Osteomyelitis im Kieferbereich, bestehendem Zahnoder Kieferbefund, der eine Operation im Mundbereich erfordert, nicht verheilter Zahn-/Mundoperation, oder jedwedem geplanten invasiven zahnärztlichen Eingriff waren für den Einschluss in diese Studien nicht geeignet.

Übersetzung bestätigt

Πόνος στο στόμα, τα δόντια και/ή τη γνάθο, πρήξιμο ή πληγές στο εσωτερικό του στόματος, μούδιασμα ή ένα αίσθημα βάρους στη γνάθο ή χαλάρωση δοντιού.Schmerzen im Mund, den Zähnen und/ oder im Kiefer, Schwellungen oder Geschwüre im Mund, Taubheitsgefühl oder ein Gefühl der Schwere im Kiefer oder das Gefühl, einen Zahn zu verlieren.

Übersetzung bestätigt

έχετε οποιαδήποτε προβλήµατα µε το στόµα σας ή τα δόντια σας όπως φτωχή οδοντική υγεία, νόσο των ούλων ή προγραµµατισµένη εξαγωγή δοντιούSie Probleme mit Ihrem Mund oder Ihren Zähnen haben, zum Beispiel schlechte Zähne, Zahnfleischerkrankungen oder wenn bei Ihnen ein Zahn gezogen werden muss.

Übersetzung bestätigt

έχετε οποιαδήποτε προβλήματα με το στόμα σας ή τα δόντια σας όπως φτωχή οδοντική υγεία, νόσο των ούλων ή προγραμματισμένη εξαγωγή δοντιούSie Probleme mit Ihrem Mund oder Ihren Zähnen haben, zum Beispiel schlechte Zähne, Zahnfleischerkrankungen oder wenn bei Ihnen ein Zahn gezogen werden muss.

Übersetzung bestätigt

Εάν πρέπει να υποβληθείτε σε χειρουργική επέμβαση ή να βγάλετε το δόντι σας, πληροφορήστε τον ιατρό ή τον οδοντίατρό σας ότι έχετε έλλειψη παράγοντα ΙΧ.Wenn Sie sich operieren oder einen Zahn ziehen lassen müssen, informieren Sie Ihren Arzt oder Zahnarzt darüber, dass Sie an einem Faktor-IX-Mangel leiden.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
δοντιά



Griechische Definition zu δόντι

δόντι το [δóndi] : 1. καθένα από τα οστέινα όργανα που φύονται στη στοματική κοιλότητα του ανθρώπου και ορισμένων σπονδυλωτών· είναι εμφυτευμένα σε δύο συμμετρικές σειρές στην επάνω και στην κάτω γνάθο αντίστοιχα και χρησιμεύουν στη μάσηση της τροφής: Tο δόντι χωρίζεται στη μύλη, στον αυχένα και στη ρίζα ή στις ρίζες. H αδαμαντίνη / η οδοντίνη / ο πολφός του δοντιού. Tα δόντια διακρίνονται σε κοπτήρες, κυνόδοντες, προγομφίους, γομφίους ή τραπεζίτες και σε σωφρονιστήρες ή φρονιμίτες. Προσωρινά δόντια, οι νεογιλοί ή γαλαξίες. Mόνιμα δόντια. Tεχνητά / ψεύτικα / χρυσά δόντια. Bγάζω δόντια, φυτρώνουν τα δόντια μου. Aλλάζω δόντι, πέφτουν τα προσωρινά και βγαίνουν τα μόνιμα. Έσκασε το δόντι, άρχισε να βγαίνει. Bγάζω ένα δόντι, μου κάνει ο οδοντίατρος εξαγωγή. Ένα δόντι χαλάει / πέφτει / φεύγει. Bουρτσίζω / πλένω τα δόντια μου. Δόντια άσπρα / κίτρινα / πυκνά / αραιά / στραβά / γερά / κούφια. Δόντια σαν χαυλιόδοντες / σαν τσαπιά. Δόντια σαν μαργαριτάρια, άσπρα και λαμπερά. Δόντια σαν το ρύζι, μικρά και άσπρα. Ο πόνος του δοντιού, πονόδοντος. Xτυπούν / τρίζουν τα δόντια μου από το κρύο. Σφίγγω τα δόντια μου από τον πόνο και μτφ. (έκφρ.) πονάει* δόντι, βγάζει δόντι. ΦΡ κρατώ κπ. / κτ. με τα δόντια, με μεγάλη δυσκολία: Mε τα δόντια τον κράτησα να μη μαλώσει. γλιτώνω από του χάρου* τα δόντια. γλιτώνω κπ. από του χάρου* τα δόντια. δείχνω σε κπ. τα δόντια μου, δείχνω με απειλητικό τρόπο τις κακές μου διαθέσεις. κάποιος είναι οπλισμένος ως τα δόντια, πάρα πολύ καλά. με νύχια* και με δόντια. γερό δόντι, πολύ μεγάλα μέσα, κπ. πολύ ισχυρό προστάτη. τρίζω σε κπ. τα δόντια, τον αναγκάζω με απειλές να κάνει κτ. μιλάω σε κπ. / λέω κτ. έξω από τα δόντια, χωρίς περιστροφές, καθαρά. λέω κτ. μέσα από τα δόντια (μου), μιλώ πολύ σιγά και με επέκταση, συγκαλυμμένα, όχι απροκάλυπτα. κτ. δεν είναι για τα δόντια κάποιου, δεν είναι σε θέση να το απολαύσει, να το αποκτήσει: Aυτή η γυναίκα δεν είναι για τα δόντια σου. του / της πονάει το δόντι / δοντάκι για την / τον τάδε, είναι ερωτευμένος / ερωτευμένη μαζί της / του. ακονίζω τα δόντια μου, ετοιμάζομαι να αντιμετωπίσω κπ. επιθετικά. ήλιος* με δόντια. ΠAΡ Kάποιου του χάριζαν* γάιδαρο και τον κοίταζε στα δόντια. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback