übernehmen
 Verb

αναλαμβάνω Verb
(38)
εφαρμόζω Verb
(1)
αναλαβαίνω Verb
(0)
DeutschGriechisch
im Sinne von Artikel 2 Absatz 2 der Verordnung (EG) Nr. 1383/2003 des Rates, im Folgenden „Grundverordnung“ genannt, Inhaber(in) der im Anhang nachgewiesenen Rechte an geistigem Eigentum, verpflichtet sich gemäß Artikel 6 der vorgenannten Verordnung, gegebenenfalls die Haftung für die von einer Situation gemäß Artikel 1 Absatz 1 betroffenen Personen zu übernehmen, falls ein gemäß dieser Verordnung eröffnetes Verfahren aufgrund einer von ihm/ihr begangenen oder unterlassenen Handlung nicht weiterverfolgt wird oder in der Folge festgestellt wird, dass die betreffenden Waren ein Recht an geistigem Eigentum nicht verletzen.δικαιούχος, κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1383/2003, εφεξής, «ο βασικός κανονισμός», των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, όπως αποδεικνύουν τα συνημμένα έγγραφα, αναλαμβάνω, σύμφωνα με το άρθρο 6 του κανονισμού, ευθύνη έναντι των προσώπων που εμπλέκονται σε μία από τις καταστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1, στην περίπτωση που διαδικασία κινηθείσα κατ’ εφαρμογή του παρόντος κανονισμού δεν συνεχιστεί εξαιτίας ενέργειας ή παράλειψης εκ μέρους μου, ή, στην περίπτωση που διαπιστωθεί στη συνέχεια ότι τα συγκεκριμένα εμπορεύματα δεν παραβιάζουν δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας.

Übersetzung bestätigt

Führung heißt Verantwortung zu übernehmen.Ηγεσία σημαίνει αναλαμβάνω τις ευθύνες μου.

Übersetzung bestätigt

Für das, was vor meiner Zeit passiert ist, kann ich keine Verantwortung übernehmen, aber ich übernehme die Verantwortung für die Umsetzung dessen, was ich in einer Strategie für die Zukunft übernommen habe, worauf Sie genauso stolz sein können, wie ich es sein möchte.Δεν μπορώ να αναλάβω την ευθύνη για όσα συνέβησαν πριν από τη θητεία μου, αναλαμβάνω όμως την ευθύνη για τη μετατροπή όσων κληρονόμησα σε μια στρατηγική για το μέλλον για την οποία θα μπορείτε να είστε τόσο υπερήφανοι όσο έχω την πρόθεση να είμαι και εγώ.

Übersetzung bestätigt

Die Versammlungen finden gewöhnlich in meiner Abwesenheit statt, ich bin aber bereit, die volle Verantwortung für ihre Tätigkeiten zu übernehmen.Συνήθως η ομάδα συναντάται κατά την απουσία μου αλλά αναλαμβάνω πλήρη ευθύνη για τις δραστηριότητές της.

Übersetzung bestätigt

Deutsche Synonyme
Noch keine deutschen Synonyme.
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
αναλαμβάνωαναλαμβάνουμε, αναλαμβάνομεαναλαμβάνομαιαναλαμβανόμαστε
αναλαμβάνειςαναλαμβάνετεαναλαμβάνεσαιαναλαμβάνεστε, αναλαμβανόσαστε
αναλαμβάνειαναλαμβάνουν(ε)αναλαμβάνεταιαναλαμβάνονται
Imper
fekt
αναλάμβανααναλαμβάναμεαναλαμβανόμουν(α)αναλαμβανόμαστε
αναλάμβανεςαναλαμβάνατεαναλαμβανόσουν(α)αναλαμβανόσαστε
αναλάμβανεαναλάμβαναν, αναλαμβάναν(ε)αναλαμβανόταν(ε)αναλαμβάνονταν
Aoristανέλαβα, ανάλαβααναλάβαμεαναλήφθηκααναληφθήκαμε
ανέλαβες, ανάλαβεςαναλάβατεαναλήφθηκεςαναληφθήανε
ανέλαβε, ανάλαβεανέλαβαν,ανάλαβαν, αναλάβαν(ε)αναλήφθηκε, ανελήφθηαναλήφθηκαν, ανελήφθησαν
Per
fekt
έχω αναλάβειέχουμε αναλάβειέχω αναληφθεί
είμαι ανειλημμένος, -η
έχουμε αναληφθεί
είμαστε ανειλημμένοι, -ες
έχεις αναλάβειέχετε αναλάβειέχεις αναληφθεί
είσαι ανειλημμένος, -η
έχετε αναληφθεί
είστε ανειλημμένοι, -ες
έχει αναλάβειέχουν αναλάβειέχει αναληφθεί
είναι ανειλημμένος, -η, -ο
έχουν αναληφθεί
είναι ανειλημμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα αναλάβειείχαμε αναλάβειείχα αναληφθεί
ήμουν ανειλημμένος, -η
είχαμε αναληφθεί
ήμαστε ανειλημμένοι, -ες
είχες αναλάβειείχατε αναλάβειείχες αναληφθεί
ήσουν ανειλημμένος, -η
είχατε αναληφθεί
ήσαστε ανειλημμένοι, -ες
είχε αναλάβειείχαν αναλάβειείχε αναληφθεί
ήταν ανειλημμένος, -η, -ο
είχαν αναληφθεί
ήταν ανειλημμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα αναλαμβάνωθα αναλαμβάνουμε, θα αναλαμβάνομεθα αναλαμβάνομαιθα αναλαμβανόμαστε
θα αναλαμβάνειςθα αναλαμβάνετεθα αναλαμβάνεσαιθα αναλαμβάνεστε, θα αναλαμβανόσαστε
θα αναλαμβάνειθα αναλαμβάνουν(ε)θα αναλαμβάνεταιθα αναλαμβάνονται
Fut
ur
θα αναλάβωθα αναλάβουμε, θα αναλάβομεθα αναληφθώθα αναληφθούμε
θα αναλάβειςθα αναλάβετεθα αναληφθείςθα αναληφθείτε
θα αναλάβειθα αναλάβουν(ε)θα αναληφθείθα αναληφθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω αναλάβειθα έχουμε αναλάβειθα έχω αναληφθεί
θα είμαι ανειλημμένος, -η
θα έχουμε αναληφθεί
θα είμαστε ανειλημμένοι, -ες
θα έχεις αναλάβειθα έχετε αναλάβειθα έχεις αναληφθεί
θα είσαι ανειλημμένος, -η
θα έχετε αναληφθεί
θα είστε ανειλημμένοι, -ες
θα έχει αναλάβειθα έχουν αναλάβειθα έχει αναληφθεί
θα είναι ανειλημμένος, -η, -ο
θα έχουν αναληφθεί
θα είναι ανειλημμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να αναλαμβάνωνα αναλαμβάνουμε, να αναλαμβάνομενα αναλαμβάνομαινα αναλαμβανόμαστε
να αναλαμβάνειςνα αναλαμβάνετενα αναλαμβάνεσαινα αναλαμβάνεστε, να αναλαμβανόσαστε
να αναλαμβάνεινα αναλαμβάνουν(ε)να αναλαμβάνεταινα αναλαμβάνονται
Aoristνα αναλάβωνα αναλάβουμε, να αναλάβομενα αναληφθώνα αναληφθούμε
να αναλάβειςνα αναλάβετενα αναληφθείςνα αναληφθείτε
να αναλάβεινα αναλάβουν(ε)να αναληφθείνα αναληφθούν(ε)
Perfνα έχω αναλάβεινα έχουμε αναλάβεινα έχω αναληφθεί
να είμαι ανειλημμένος, -η
να έχουμε αναληφθεί
να είμαστε ανειλημμένοι, -ες
να έχεις αναλάβεινα έχετε αναλάβεινα έχεις αναληφθεί
να είσαι ανειλημμένος, -η
να έχετε αναληφθεί
να είστε ανειλημμένοι, -ες
να έχει αναλάβεινα έχουν αναλάβεινα έχει αναληφθεί
να είναι ανειλημμένος, -η, -ο
να έχουν αναληφθεί
να είναι ανειλημμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presαναλάμβανεαναλαμβάνετεαναλαμβάνεστε
Aoristανάλαβεαναλάβετεαναληφθείτε
Part
izip
Presαναλαμβάνονταςαναλαμβανόμενος
Perfέχοντας αναλάβειανειλημμένος, -η, -οανειλημμένοι, -ες, -α
InfinAoristαναλάβειαναληφθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
εφαρμόζωεφαρμόζουμε, εφαρμόζομεεφαρμόζομαιεφαρμοζόμαστε
εφαρμόζειςεφαρμόζετεεφαρμόζεσαιεφαρμόζεστε, εφαρμοζόσαστε
εφαρμόζειεφαρμόζουν(ε)εφαρμόζεταιεφαρμόζονται
Imper
fekt
εφάρμοζαεφαρμόζαμεεφαρμοζόμουν(α)εφαρμοζόμαστε, εφαρμοζόμασταν
εφάρμοζεςεφαρμόζατεεφαρμοζόσουν(α)εφαρμοζόσαστε, εφαρμοζόσασταν
εφάρμοζεεφάρμοζαν, εφαρμόζαν(ε)εφαρμοζόταν(ε)εφαρμόζονταν, εφαρμοζόντανε, εφαρμοζόντουσαν
Aoristεφάρμοσαεφαρμόσαμεεφαρμόστηκαεφαρμοστήκαμε
εφάρμοσεςεφαρμόσατεεφαρμόστηκεςεφαρμοστήκατε
εφάρμοσεεφάρμοσαν, εφαρμόσαν(ε)εφαρμόστηκεεφαρμόστηκαν, εφαρμοστήκανε
Per
fekt
έχω εφαρμόσει
έχω εφαρμοσμένο
έχουμε εφαρμόσει
έχουμε εφαρμοσμένο
έχω εφαρμοστεί
είμαι εφαρμοσμένος, -η
έχουμε εφαρμοστεί
είμαστε εφαρμοσμένοι, -ες
έχεις εφαρμόσει
έχεις εφαρμοσμένο
έχετε εφαρμόσει
έχετε εφαρμοσμένο
έχεις εφαρμοστεί
είσαι εφαρμοσμένος, -η
έχετε εφαρμοστεί
είστε εφαρμοσμένοι, -ες
έχει εφαρμόσει
έχει εφαρμοσμένο
έχουν εφαρμόσει
έχουν εφαρμοσμένο
έχει εφαρμοστεί
είναι εφαρμοσμένος, -η, -ο
έχουν εφαρμοστεί
είναι εφαρμοσμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα εφαρμόσει
είχα εφαρμοσμένο
είχαμε εφαρμόσει
είχαμε εφαρμοσμένο
είχα εφαρμοστεί
ήμουν εφαρμοσμένος, -η
είχαμε εφαρμοστεί
ήμαστε εφαρμοσμένοι, -ες
είχες εφαρμόσει
είχες εφαρμοσμένο
είχατε εφαρμόσει
είχατε εφαρμοσμένο
είχες εφαρμοστεί
ήσουν εφαρμοσμένος, -η
είχατε εφαρμοστεί
ήσαστε εφαρμοσμένοι, -ες
είχε εφαρμόσει
είχε εφαρμοσμένο
είχαν εφαρμόσει
είχαν εφαρμοσμένο
είχε εφαρμοστεί
ήταν εφαρμοσμένος, -η, -ο
είχαν εφαρμοστεί
ήταν εφαρμοσμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα εφαρμόζωθα εφαρμόζουμε, θα εφαρμόζομεθα εφαρμόζομαιθα εφαρμοζόμαστε
θα εφαρμόζειςθα εφαρμόζετεθα εφαρμόζεσαιθα εφαρμόζεστε, θα εφαρμοζόσαστε
θα εφαρμόζειθα εφαρμόζουν(ε)θα εφαρμόζεταιθα εφαρμόζονται
Fut
ur
θα εφαρμόσωθα εφαρμόσουμε, θα εφαρμόσομεθα εφαρμοστώθα εφαρμοστούμε
θα εφαρμόσειςθα εφαρμόσετεθα εφαρμοστείςθα εφαρμοστείτε
θα εφαρμόσειθα εφαρμόσουν(ε)θα εφαρμοστείθα εφαρμοστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω εφαρμόσει
θα έχω εφαρμοσμένο
θα έχουμε εφαρμόσει
θα έχουμε εφαρμοσμένο
θα έχω εφαρμοστεί
θα είμαι εφαρμοσμένος, -η
θα έχουμε εφαρμοστεί
θα είμαστε εφαρμοσμένοι, -ες
θα έχεις εφαρμόσει
θα έχεις εφαρμοσμένο
θα έχετε εφαρμόσει
θα έχετε εφαρμοσμένο
θα έχεις εφαρμοστεί
θα είσαι εφαρμοσμένος, -η
θα έχετε εφαρμοστεί
θα είστε εφαρμοσμένοι, -ες
θα έχει εφαρμόσει
θα έχει εφαρμοσμένο
θα έχουν εφαρμόσει
θα έχουν εφαρμοσμένο
θα έχει εφαρμοστεί
θα είναι εφαρμοσμένος, -η, -ο
θα έχουν εφαρμοστεί
θα είναι εφαρμοσμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να εφαρμόζωνα εφαρμόζουμε, να εφαρμόζομενα εφαρμόζομαινα εφαρμοζόμαστε
να εφαρμόζειςνα εφαρμόζετενα εφαρμόζεσαινα εφαρμόζεστε, να εφαρμοζόσαστε
να εφαρμόζεινα εφαρμόζουν(ε)να εφαρμόζεταινα εφαρμόζονται
Aoristνα εφαρμόσωνα εφαρμόσουμε, να εφαρμόσομενα εφαρμοστώνα εφαρμοστούμε
να εφαρμόσειςνα εφαρμόσετενα εφαρμοστείςνα εφαρμοστείτε
να εφαρμόσεινα εφαρμόσουννα εφαρμοστείνα εφαρμοστούν(ε)
Perfνα έχω εφαρμόσει
να έχω εφαρμοσμένο
να έχουμε εφαρμόσει
να έχουμε εφαρμοσμένο
να έχω εφαρμοστεί
να είμαι εφαρμοσμένος, -η
να έχουμε εφαρμοστεί
να είμαστε εφαρμοσμένοι, -ες
να έχεις εφαρμόσει
να έχεις εφαρμοσμένο
να έχετε εφαρμόσει
να έχετε εφαρμοσμένο
να έχεις εφαρμοστεί
να είσαι εφαρμοσμένος, -η
να έχετε εφαρμοστεί
να είστε εφαρμοσμένοι, -ες
να έχει εφαρμόσει
να έχει εφαρμοσμένο
να έχουν εφαρμόσει
να έχουν εφαρμοσμένο
να έχει εφαρμοστεί
να είναι εφαρμοσμένος, -η, -ο
να έχουν εφαρμοστεί
να είναι εφαρμοσμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presεφάρμοζεεφαρμόζετεεφαρμόζεστε
Aoristεφάρμοσεεφαρμόστεεφαρμόσουεφαρμοστείτε
Part
izip
Presεφαρμόζονταςεφαρμοζόμενος
Perfέχοντας εφαρμόσει, έχοντας εφαρμοσμένοεφαρμοσμένος, -η, -οεφαρμοσμένοι, -ες, -α
InfinAoristεφαρμόσειεφαρμοστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback