verärgern
 Verb

θυμώνω Verb
(1)
νευριάζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Wenn ich ein Fluch bin, wäre es sehr dumm, mich zu verärgern.Αν είμαι μια κατάρα, τότε είσαι ένας ανόητος που με κάνεις να θυμώνω.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
θυμώνωθυμώνουμε, θυμώνομε
θυμώνειςθυμώνετε
θυμώνειθυμώνουν(ε)
Imper
fekt
θύμωναθυμώναμε
θύμωνεςθυμώνατε
θύμωνεθύμωναν, θυμώναν(ε)
Aoristθύμωσαθυμώσαμε
θύμωσεςθυμώσατε
θύμωσεθύμωσαν, θυμώσαν(ε)
Per
fekt
έχω θυμώσει
έχω θυμωμένο
έχουμε θυμώσει
έχουμε θυμωμένο
έχεις θυμώσει
έχεις θυμωμένο
έχετε θυμώσει
έχετε θυμωμένο
έχει θυμώσει
έχει θυμωμένο
έχουν θυμώσει
έχουν θυμωμένο
Plu
per
fekt
είχα θυμώσει
είχα θυμωμένο
είχαμε θυμώσει
είχαμε θυμωμένο
είχες θυμώσει
είχες θυμωμένο
είχατε θυμώσει
είχατε θυμωμένο
είχε θυμώσει
είχε θυμωμένο
είχαν θυμώσει
είχαν θυμωμένο
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα θυμώνωθα θυμώνουμε, θα θυμώνομε
θα θυμώνειςθα θυμώνετε
θα θυμώνειθα θυμώνουν(ε)
Fut
ur
θα θυμώσωθα θυμώσουμε, θα θυμώσομε
θα θυμώσειςθα θυμώσετε
θα θυμώσειθα θυμώσουν
Fut
ur II
θα έχω θυμώσει
θα έχω θυμωμένο
θα έχουμε θυμώσει
θα έχουμε θυμωμένο
θα έχεις θυμώσει
θα έχεις θυμωμένο
θα έχετε θυμώσει
θα έχετε θυμωμένο
θα έχει θυμώσει
θα έχει θυμωμένο
θα έχουν θυμώσει
θα έχουν θυμωμένο
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να θυμώνωνα θυμώνουμε, να θυμώνομε
να θυμώνειςνα θυμώνετε
να θυμώνεινα θυμώνουν(ε)
Aoristνα θυμώσωνα θυμώσουμε, να θυμώσομε
να θυμώσειςνα θυμώσετε
να θυμώσεινα θυμώσουν(ε)
Perfνα έχω θυμώσει
να έχω θυμωμένο
να έχουμε θυμώσει
να έχουμε θυμωμένο
να έχεις θυμώσει
να έχεις θυμωμένο
να έχετε θυμώσει
να έχετε θυμωμένο
να έχει θυμώσει
να έχει θυμωμένο
να έχουν θυμώσει
να έχουν θυμωμένο
Imper
ativ
Presθύμωνεθυμώνετε
Aoristθύμωσεθυμώστε, θυμώσετε
Part
izip
Presθυμώνοντας
Perfέχοντας θυμώσει, έχοντας θυμωμένο
InfinAoristθυμώσει



Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
νευριάζωνευριάζουμε, νευριάζομε
νευριάζειςνευριάζετε
νευριάζεινευριάζουν(ε)
Imper
fekt
νευρίαζανευριάζαμε
νευρίαζεςνευριάζατε
νευρίαζενευρίαζαν, νευριάζαν(ε)
Aoristνευρίασανευριάσαμε
νευρίασεςνευριάσατε
νευρίασενευρίασαν, νευριάσαν(ε)
Per
fekt
έχω νευριάσειέχουμε νευριάσει
έχεις νευριάσειέχετε νευριάσει
έχει νευριάσειέχουν νευριάσει
Plu
per
fekt
είχα νευριάσειείχαμε νευριάσει
είχες νευριάσειείχατε νευριάσει
είχε νευριάσειείχαν νευριάσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα νευριάζωθα νευριάζουμε, θα νευριάζομε
θα νευριάζειςθα νευριάζετε
θα νευριάζειθα νευριάζουν(ε)
Fut
ur
θα νευριάσωθα νευριάσουμε, θα νευριάζομε
θα νευριάσειςθα νευριάσετε
θα νευριάσειθα νευριάσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω νευριάσειθα έχουμε νευριάσει
θα έχεις νευριάσειθα έχετε νευριάσει
θα έχει νευριάσειθα έχουν νευριάσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να νευριάζωνα νευριάζουμε, να νευριάζομε
να νευριάζειςνα νευριάζετε
να νευριάζεινα νευριάζουν(ε)
Aoristνα νευριάσωνα νευριάσουμε, να νευριάσομε
να νευριάσειςνα νευριάσετε
να νευριάσεινα νευριάσουν(ε)
Perfνα έχω νευριάσεινα έχουμε νευριάσει
να έχεις νευριάσεινα έχετε νευριάσει
να έχει νευριάσεινα έχουν νευριάσει
Imper
ativ
Presνευρίαζενευριάζετε
Aoristνευρίασενευριάστε
Part
izip
Presνευριάζοντας
Perfέχοντας νευριάσει
νευριασμένος
InfinAoristνευριάσει

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback