auswirken
 Verb

επηρεάζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Und wie wird sich das auf meine Pläne auswirken, Captain Burnham?Πώς θα επηρεάσει το πρόγραμμα μου, πλοίαρχε Μπάρνχαμ;

Übersetzung nicht bestätigt

Wenn man dieses Wiedersehen mit einem offiziellen Besuch... in Mailand und Venedig verbinden würde, so wäre dies ein wunderbarer Schachzug, der sich auf die Beziehungen Österreichs zu Lombardo-Venetien... günstig auswirken würde.Αν, για παράδειγμα, συνδυάζατε τη συνάντησή σας... με μια επίσκεψη στο Μιλάνο και τη Βενετία, αυτό θα έκανε καλό στις σχέσεις της Αυστρίας με την Ιταλία.

Übersetzung nicht bestätigt

die sich störend auf den Dienst auswirken könnten.ισως δημιουργηθει καποια κατασταση, που ειναι αντιθετη με τη λειτουργεια του υποβρυχιου.

Übersetzung nicht bestätigt

Wenn ich Vizepräsident des Motorclubs bin, kann ich Beziehungen anknüpfen, die sich auch fiinanziell auswirken.Θα δεις, θα πάρω προαγωγή!

Übersetzung nicht bestätigt

Habt Ihr gesehen, Jesus, wie sich die Millionen auf die Kommunisten auswirken?Είδες, Κύριε ,πως επηρεάζουν τους κομμουνιστές τα λεφτά;

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
Noch keine deutschen Synonyme.
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
επηρεάζωεπηρεάζουμε, επηρεάζομεεπηρεάζομαιεπηρεαζόμαστε
επηρεάζειςεπηρεάζετεεπηρεάζεσαιεπηρεάζεστε, επηρεαζόσαστε
επηρεάζειεπηρεάζουν(ε)επηρεάζεταιεπηρεάζονται
Imper
fekt
επηρέαζαεπηρεάζαμεεπηρεαζόμουν(α)επηρεαζόμαστε, επηρεαζόμασταν
επηρέαζεςεπηρεάζατεεπηρεαζόσουν(α)επηρεαζόσαστε, επηρεαζόσασταν
επηρέαζεεπηρέαζαν, επηρεάζαν(ε)επηρεαζόταν(ε)επηρεάζονταν, επηρεαζόντανε, επηρεαζόντουσαν
Aoristεπηρέασαεπηρεάσαμεεπηρεάστηκαεπηρεαστήκαμε
επηρέασεςεπηρεάσατεεπηρεάστηκεςεπηρεαστήκατε
επηρέασεεπηρέασαν, επηρεάσαν(ε)επηρεάστηκεεπηρεάστηκαν, επηρεαστήκανε
Per
fekt
έχω επηρεάσει
έχω επηρεασμένο
έχουμε επηρεάσει
έχουμε επηρεασμένο
έχω επηρεαστεί
είμαι επηρεασμένος, -η
έχουμε επηρεαστεί
είμαστε επηρεασμένοι, -ες
έχεις επηρεάσει
έχεις επηρεασμένο
έχετε επηρεάσει
έχετε επηρεασμένο
έχεις επηρεαστεί
είσαι επηρεασμένος, -η
έχετε επηρεαστεί
είστε επηρεασμένοι, -ες
έχει επηρεάσει
έχει επηρεασμένο
έχουν επηρεάσει
έχουν επηρεασμένο
έχει επηρεαστεί
είναι επηρεασμένος, -η, -ο
έχουν επηρεαστεί
είναι επηρεασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα επηρεάσει
είχα επηρεασμένο
είχαμε επηρεάσει
είχαμε επηρεασμένο
είχα επηρεαστεί
ήμουν επηρεασμένος, -η
είχαμε επηρεαστεί
ήμαστε επηρεασμένοι, -ες
είχες επηρεάσει
είχες επηρεασμένο
είχατε επηρεάσει
είχατε επηρεασμένο
είχες επηρεαστεί
ήσουν επηρεασμένος, -η
είχατε επηρεαστεί
ήσαστε επηρεασμένοι, -ες
είχε επηρεάσει
είχε επηρεασμένο
είχαν επηρεάσει
είχαν επηρεασμένο
είχε επηρεαστεί
ήταν επηρεασμένος, -η, -ο
είχαν επηρεαστεί
ήταν επηρεασμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα επηρεάζωθα επηρεάζουμε, θα επηρεάζομεθα επηρεάζομαιθα επηρεαζόμαστε
θα επηρεάζειςθα επηρεάζετεθα επηρεάζεσαιθα επηρεάζεστε, θα επηρεαζόσαστε
θα επηρεάζειθα επηρεάζουν(ε)θα επηρεάζεταιθα επηρεάζονται
Fut
ur
θα επηρεάσωθα επηρεάσουμε, θα επηρεάσομεθα επηρεαστώθα επηρεαστούμε
θα επηρεάσειςθα επηρεάσετεθα επηρεαστείςθα επηρεαστείτε
θα επηρεάσειθα επηρεάσουν(ε)θα επηρεαστείθα επηρεαστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω επηρεάσει
θα έχω επηρεασμένο
θα έχουμε επηρεάσει
θα έχουμε επηρεασμένο
θα έχω επηρεαστεί
θα είμαι επηρεασμένος, -η
θα έχουμε επηρεαστεί
θα είμαστε επηρεασμένοι, -ες
θα έχεις επηρεάσει
θα έχεις επηρεασμένο
θα έχετε επηρεάσει
θα έχετε επηρεασμένο
θα έχεις επηρεαστεί
θα είσαι επηρεασμένος, -η
θα έχετε επηρεαστεί
θα είστε επηρεασμένοι, -ες
θα έχει επηρεάσει
θα έχει επηρεασμένο
θα έχουν επηρεάσει
θα έχουν επηρεασμένο
θα έχει επηρεαστεί
θα είναι επηρεασμένος, -η, -ο
θα έχουν επηρεαστεί
θα είναι επηρεασμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να επηρεάζωνα επηρεάζουμε, να επηρεάζομενα επηρεάζομαινα επηρεαζόμαστε
να επηρεάζειςνα επηρεάζετενα επηρεάζεσαινα επηρεάζεστε, να επηρεαζόσαστε
να επηρεάζεινα επηρεάζουν(ε)να επηρεάζεταινα επηρεάζονται
Aoristνα επηρεάσωνα επηρεάσουμε, να επηρεάσομενα επηρεαστώνα επηρεαστούμε
να επηρεάσειςνα επηρεάσετενα επηρεαστείςνα επηρεαστείτε
να επηρεάσεινα επηρεάσουννα επηρεαστείνα επηρεαστούν(ε)
Perfνα έχω επηρεάσει
να έχω επηρεασμένο
να έχουμε επηρεάσει
να έχουμε επηρεασμένο
να έχω επηρεαστεί
να είμαι επηρεασμένος, -η
να έχουμε επηρεαστεί
να είμαστε επηρεασμένοι, -ες
να έχεις επηρεάσει
να έχεις επηρεασμένο
να έχετε επηρεάσει
να έχετε επηρεασμένο
να έχεις επηρεαστεί
να είσαι επηρεασμένος, -η
να έχετε επηρεαστεί
να είστε επηρεασμένοι, -ες
να έχει επηρεάσει
να έχει επηρεασμένο
να έχουν επηρεάσει
να έχουν επηρεασμένο
να έχει επηρεαστεί
να είναι επηρεασμένος, -η, -ο
να έχουν επηρεαστεί
να είναι επηρεασμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presεπηρέαζεεπηρεάζετεεπηρεάζεστε
Aoristεπηρέασεεπηρεάστεεπηρεάσουεπηρεαστείτε
Part
izip
Presεπηρεάζονταςεπηρεαζόμενος
Perfέχοντας επηρεάσει, έχοντας επηρεασμένοεπηρεασμένος, -η, -οεπηρεασμένοι, -ες, -α
InfinAoristεπηρεάσειεπηρεαστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback