Griechische Wörter mit albanischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



χαλές

χαλές albanisch halë türkisch halâ οθωμανικά τουρκικά خلا arabisch خلاء (xalā')


φλογέρα

φλογέρα albanisch flojere aromunisch fluiarã / fluearã lateinisch flaturalis flatura, Femininum von flaturus, Aktiv Futur von flo proto-italienisch *flaō proto-indogermanisch *bʰleh₁- (φυσώ)


φάρα

φάρα albanisch fara (σπόρος, γένος)


τσουτσούνα

τσουτσούνα τσουτσούνι τσουνί albanisch tşuni çun αγόρι, γιος indoeuropäisch (Wurzel) *seu̯H- (γεννώ)


τσούπρα

τσούπρα albanisch çupë


τσουνί

τσουνί albanisch tşuni çun αγόρι, γιος indoeuropäisch (Wurzel) *seu̯H- (γεννώ)


τσίφτης

τσίφτης albanisch qift *qiftër mittelgriechisch ξεφτέρι (αντιδάνειο) Koine-Griechisch ὀξυπτέριον altgriechisch ὀξύς + πτερόν (ή τουρκικά çift persisch جفت: cuft)


τσιλιβήθρα

τσιλιβήθρα albanisch çilimi + -ήθρα


τζιζ

τζιζ albanisch xixë ((σπίθα, σπινθήρας) Onomatopoetikum


στρούγκα

στρούγκα aromunisch strunga albanisch shtrungë πρωτοalbanisch *strungā indoeuropäisch (Wurzel) *sterh3- (εξαπλώνω, διασκορπίζω), συγγενές με το (ρουμανικά) strungă.


σβέρκος

σβέρκος albanisch zverk


πλιάτσικο

πλιάτσικο albanisch plaçkë (=λάφυρο) slawisch pljatška


πίπιζα

πίπιζα albanisch pipëza [1]


ντορός

ντορός τορός από συμπροφορά της αιτιατικής τον τορό→τοντορό→το ντορό→ο ντορός albanisch torua (ντορός, ίχνος)


μπούρδα

μπούρδα spanisch burda ή albanisch burdhë


μπουλούκι

μπουλούκι albanisch buluk + -ι [1] ή απευθείας türkisch bölük (στρατιωτικό σώμα ατάκτων) bölmek (μοιράζω, διανέμω)[2] Διαφορετικής ετυμολογίας το μπουλούκος


μπομπότα

μπομπότα βενετ. bobbota boba ή πιθανόν albanisch bobotë[1]


μπεσαλής

μπεσαλής μπέσα + -αλής albanisch besa (αόριστη μορφή του besë) πρωτοalbanisch *baitši *baidā indoeuropäisch (Wurzel) *bʰeydʰ-


μπέσα

μπέσα albanisch besa (αόριστη μορφή του besë) πρωτοalbanisch *baitši *baidā proto-indogermanisch *bʰeydʰ-


μπαμπεσιά

μπαμπεσιά μπαμπέσης + -ιά albanisch pabesë


μπαμπέσης

μπαμπέσης albanisch pabesë


μαρμάγκα

μαρμάγκα albanisch merimangë (αράχνη) mittelgriechisch μυρμήγκι[1] (αντιδάνειο) Koine-Griechisch μυρμήκιον altgriechisch μύρμηξ


μαλιοβράσι

μαλιοβράσι μάλε βράσε βάλε βράσε (κατά άλλη εκδοχή από albanisch έκφραση σχετική με το θάνατο)


μαγούλα

μαγούλα albanisch magulë (σωρός, λόφος) slawisch гомила (επιτύμβιος σωρός λίθων, λόφος) πρωτοslawisch *gomyla (επιτύμβιος σωρός λίθων) (πβ. ρουμανικά măgură: λόφος) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)


μάγκας

μάγκας μάγκα (θηλυκό, επί Τουρκοκρατίας: ομάδα άτακτων πολεμιστών)[1] albanisch mang(ë) + -ας türkisch manga (μικρό στρατιωτικό σώμα, διμοιρία)[2] παλαιά italienisch banca ή banka (πάγκος κωπηλατών σε γαλέρα)


λούμπα

λούμπα albanisch luba


λούλουδο

λούλουδο mittelgriechisch λούλουδον λουλούδι albanisch lule + -ούδι παλαιοαλβανικά *lulā κοπτική ϩⲗⲏⲣⲓ (hlēri) ϩⲣⲏⲣⲉ (hrēre) δημώδης αιγυπτιακή γραφή (ḥrrj) altägyptisch (ḥrrt)


λουλουδίζω

λουλουδίζω mittelgriechisch λουλουδίζω λουλούδι albanisch lule + -ούδι παλαιοαλβανικά *lulā κοπτική ϩⲗⲏⲣⲓ (hlēri) ϩⲣⲏⲣⲉ (hrēre) δημώδης αιγυπτιακή γραφή (ḥrrj) altägyptisch (ḥrrt)


λουλούδι

λουλούδι mittelgriechisch λουλούδι albanisch lule + -ούδι παλαιοαλβανικά *lulā κοπτική ϩⲗⲏⲣⲓ (hlēri) ϩⲣⲏⲣⲉ (hrēre) δημώδης αιγυπτιακή γραφή (ḥrrj) altägyptisch (ḥrrt)


κοπέλι

κοπέλι mittelgriechisch κοπέλιν υποκοριστικό του κόπελος albanisch kopil (υπηρέτης, δούλος)[1]


κοπέλα

κοπέλα mittelgriechisch κοπέλα κοπέλ(ι) (υπηρέτης, προγονός) + -α albanisch kopil (υπηρέτης, δούλος)[1]


κοκορέτσι

κοκορέτσι albanisch kukurec


κατσίκι

κατσίκι mittelgriechisch κατσίκι türkisch keçi αρχαία türkisch eçkü prototürkisch *kü- / *ke- (ή albanisch kats)


καλαμπόκι

καλαμπόκι mittelgriechisch καλαμπόκι albanisch kallamboq


ζουλάπι

ζουλάπι aromunisch zlape albanisch zullap


γκορτσιά

γκορτσιά albanisch gorricë πρωτοslawisch *горьцѣ (πικρός) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)


γκιόνης

γκιόνης albanisch gjon


βλάμης

βλάμης albanisch vëllam


αμπάριζα

αμπάριζα Etymologie fehlt (έχει προταθεί von albanisch ambaresë, ίσως όμως να μην υπάρχει τέτοια λέξη στα αλβανικά!)


αλητάμπουρας

αλητάμπουρας αλήτης + albanisch burrë (άντρας)



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback