φτιάχνω Verb  [ftiachno, ftiaxnw]

  Verb
(104)
  Verb
(24)
  Verb
(24)
  Verb
(0)

Etymologie zu φτιάχνω

φτιάχνω mittelgriechisch φτειάνω φθειάνω εὐθειάζω εὐθύς


GriechischDeutsch
Δε θέλω να φτιάχνω όμορφα πράγματα.Ich will keine schönen Sachen machen.

Übersetzung nicht bestätigt

Η δουλειά μου είναι να φτιάχνω χέρια και πόδια -καλά όχι μόνο αυτό.Es ist meine Arbeit, Arme und Beine zu machen nun, das stimmt nicht ganz.

Übersetzung nicht bestätigt

Άρχισα λοιπόν να φτιάχνω κόμικς, αλλά άρχισα επίσης να προσπαθώ να τα καταλάβω, σχεδόν αμέσως.Naja, ich begann Comics zu machen, aber ich begann auch, sie verstehen zu lernen, beinahe zeitgleich.

Übersetzung nicht bestätigt

Είχα εμμονή να αποσυναρμολογώ και να φτιάχνω πράγματα, και σχεδόν οτιδήποτε μπορούσα να κάνω με τα χέρια, με ξύλο, με ηλεκτρονικά, με μέταλλο ή οτιδήποτε άλλο.Ich war fasziniert vom Zerlegen und Zusammenbauen von Dingen, von allem, das ich mit meinen Händen, mit Holz, Elektronik, Metall etc. machen konnte.

Übersetzung nicht bestätigt

Είναι, ξέρεις, θέλω να φτιάχνω ταινίες.Das ist so, also, ich will Filme machen.

Übersetzung nicht bestätigt



Grammatik

Grammatik zu φτιάχνω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
φτιάχνωφτιάχνουμε, φτιάχνομεφτιάχνομαιφτιαχνόμαστε
φτιάχνειςφτιάχνετεφτιάχνεσαιφτιάχνεστε, φτιαχνόσαστε
φτιάχνειφτιάχνουν(ε)φτιάχνεταιφτιάχνονται
Imper
fekt
έφτιαχναφτιάχναμεφτιαχνόμουν(α)φτιαχνόμαστε, φτιαχνόμασταν
έφτιαχνεςφτιάχνατεφτιαχνόσουν(α)φτιαχνόσαστε, φτιαχνόσασταν
έφτιαχνεέφτιαχναν, φτιάχναν(ε)φτιαχνόταν(ε)φτιάχνονταν, φτιαχνόντανε, φτιαχνόντουσαν
Aoristέφτιαξαφτιάξαμεφτιάχτηκαφτιαχτήκαμε
έφτιαξεςφτιάξατεφτιάχτηκεςφτιαχτήκατε
έφτιαξεέφτιαξαν, φτιάξαν(ε)φτιάχτηκεφτιάχτηκαν, φτιαχτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω φτιάξει
έχω φτιαγμένο
έχουμε φτιάξει
έχουμε φτιαγμένο
έχω φτιαχτεί
είμαι φτιαγμένος, -η
έχουμε φτιαχτεί
είμαστε φτιαγμένοι, -ες
έχεις φτιάξει
έχεις φτιαγμένο
έχετε φτιάξει
έχετε φτιαγμένο
έχεις φτιαχτεί
είσαι φτιαγμένος, -η
έχετε φτιαχτεί
είστε φτιαγμένοι, -ες
έχει φτιάξει
έχει φτιαγμένο
έχουν φτιάξει
έχουν φτιαγμένο
έχει φτιαχτεί
είναι φτιαγμένος, -η, -ο
έχουν φτιαχτεί
είναι φτιαγμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα φτιάξει
είχα φτιαγμένο
είχαμε φτιάξει
είχαμε φτιαγμένο
είχα φτιαχτεί
ήμουν φτιαγμένος, -η
είχαμε φτιαχτεί
ήμαστε φτιαγμένοι, -ες
είχες φτιάξει
είχες φτιαγμένο
είχατε φτιάξει
είχατε φτιαγμένο
είχες φτιαχτεί
ήσουν φτιαγμένος, -η
είχατε φτιαχτεί
ήσαστε φτιαγμένοι, -ες
είχε φτιάξει
είχε φτιαγμένο
είχαν φτιάξει
είχαν φτιαγμένο
είχε φτιαχτεί
ήταν φτιαγμένος, -η, -ο
είχαν φτιαχτεί
ήταν φτιαγμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα φτιάχνωθα φτιάχνουμε, θα φτιάχνομεθα φτιάχνομαιθα φτιαχνόμαστε
θα φτιάχνειςθα φτιάχνετεθα φτιάχνεσαιθα φτιάχνεστε, θα φτιαχνόσαστε
θα φτιάχνειθα φτιάχνουν(ε)θα φτιάχνεταιθα φτιάχνονται
Fut
ur
θα φτιάξωθα φτιάξουμε, θα φτιάξομεθα φτιαχτώθα φτιαχτούμε
θα φτιάξειςθα φτιάξετεθα φτιαχτείςθα φτιαχτείτε
θα φτιάξειθα φτιάξουν(ε)θα φτιαχτείθα φτιαχτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω φτιάξει
θα έχω φτιαγμένο
θα έχουμε φτιάξει
θα έχουμε φτιαγμένο
θα έχω φτιαχτεί
θα είμαι φτιαγμένος, -η
θα έχουμε φτιαχτεί
θα είμαστε φτιαγμένοι, -ες
θα έχεις φτιάξει
θα έχεις φτιαγμένο
θα έχετε φτιάξει
θα έχετε φτιαγμένο
θα έχεις φτιαχτεί
θα είσαι φτιαγμένος, -η
θα έχετε φτιαχτεί
θα είστε φτιαγμένοι, -ες
θα έχει φτιάξει
θα έχει φτιαγμένο
θα έχουν φτιάξει
θα έχουν φτιαγμένο
θα έχει φτιαχτεί
θα είναι φτιαγμένος, -η, -ο
θα έχουν φτιαχτεί
θα είναι φτιαγμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να φτιάχνωνα φτιάχνουμε, να φτιάχνομενα φτιάχνομαινα φτιαχνόμαστε
να φτιάχνειςνα φτιάχνετενα φτιάχνεσαινα φτιάχνεστε, να φτιαχνόσαστε
να φτιάχνεινα φτιάχνουν(ε)να φτιάχνεταινα φτιάχνονται
Aoristνα φτιάξωνα φτιάξουμε, να φτιάξομενα φτιαχτώνα φτιαχτούμε
να φτιάξειςνα φτιάξετενα φτιαχτείςνα φτιαχτείτε
να φτιάξεινα φτιάξουν(ε)να φτιαχτείνα φτιαχτούν(ε)
Perfνα έχω φτιάξει
να έχω φτιαγμένο
να έχουμε φτιάξει
να έχουμε φτιαγμένο
να έχω φτιαχτεί
να είμαι φτιαγμένος, -η
να έχουμε φτιαχτεί
να είμαστε φτιαγμένοι, -ες
να έχεις φτιάξει
να έχεις φτιαγμένο
να έχετε φτιάξει
να έχετε φτιαγμένο
να έχεις φτιαχτεί
να είσαι φτιαγμένος, -η
να έχετε φτιαχτεί
να είστε φτιαγμένοι, -ες
να έχει φτιάξει
να έχει φτιαγμένο
να έχουν φτιάξει
να έχουν φτιαγμένο
να έχει φτιαχτεί
να είναι φτιαγμένος, -η, -ο
να έχουν φτιαχτεί
να είναι φτιαγμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presφτιάχνεφτιάχνετεφτιάχνεστε
Aoristφτιάξεφτιάξτε, φτιάχτεφτιάξουφτιαχτείτε
Part
izip
Presφτιάχνοντας
Perfέχοντας φτιάξει, έχοντας φτιαγμένοφτιαγμένος, -η, -οφτιαγμένοι, -ες, -α
InfinAoristφτιάξειφτιαχτεί











Griechische Definition zu φτιάχνω

φτιάχνω [ftxáxno] -ομαι & φτιάνω [ftxáno] -ομαι Ρ αόρ. έφτιαξα και (προφ.) έφτιασα, απαρέμφ. φτιάξει και (προφ.) φτιάσει, παθ. αόρ. φτιάχτηκα, απαρέμφ. φτιαχτεί, μππ. φτιαγμένος : 1α. κατασκευάζω κτ.: Φτιάχνει καραβάκια από χαρτί και τα ρίχνει στη θάλασσα. Kάνει οικονομίες, για να φτιάξει ένα σπιτάκι στην εξοχή. Aυτό το τραπέζι το έφτιαξα μόνος μου. β. παρασκευάζω, ετοιμάζω: φτιάχνω φαγητό / σαλάτα / καφέ / τσάι. Φτιάξε μας κάτι να φάμε. Έφτιαξα αυγά / μπριζόλες / σουτζουκάκια. Φτιά ξε μου ένα ποτό. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback