υφαίνω Verb  [ifeno, yfainw]

  Verb
(3)

Etymologie zu υφαίνω

υφαίνω altgriechisch ὑφαίνω indoeuropäisch (Wurzel) *webʰ-


GriechischDeutsch
Ήξερα να υφαίνω, αλλά με τους ρευματισμούς...Ich kann weben, aber seitdem ich Rheuma in den Fingern habe...

Übersetzung nicht bestätigt

Να καθαρίζω, να φτιάχνω γλυκά να μαγειρεύω, να ράβω, να υφαίνω, να φυτεύω καλλιγραφία, ποίηση.Die Wäsche zu machen, das Gemüse einzulegen, das Miso zu machen. Kochen, nähen... weben, Blumen zu ziehen... Kalligraphie, Gedichte...

Übersetzung nicht bestätigt

Κάτω από την προστασία της Αρτέμιδος. Θα το υφαίνω κάθε μέρα.Unter dem Schutz von Artemis werde ich täglich daran weben.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter
Deutsche Synonyme
durchschlingen
weben

Grammatik

Grammatik zu υφαίνω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
υφαίνωυφαίνουμε, υφαίνομευφαίνομαιυφαινόμαστε
υφαίνειςυφαίνετευφαίνεσαιυφαίνεστε, υφαινόσαστε
υφαίνειυφαίνουν(ε)υφαίνεταιυφαίνονται
Imper
fekt
ύφαιναυφαίναμευφαινόμουν(α)υφαινόμαστε, υφαινόμασταν
ύφαινεςυφαίνατευφαινόσουν(α)υφαινόσαστε, υφαινόσασταν
ύφαινεύφαιναν, υφαίναν(ε)υφαινόταν(ε)υφαίνονταν, υφαινόντανε, υφαινόντουσαν
Aoristύφαναυφάναμευφάνθηκαυφανθήκαμε
ύφανεςυφάνατευφάνθηκεςυφανθήκατε
ύφανεύφαναν, υφάναν(ε)υφάνθηκευφάνθηκαν, υφανθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω υφάνει
έχω υφασμένο
έχουμε υφάνει
έχουμε υφασμένο
έχω υφανθεί
είμαι υφασμένος, -η
έχουμε υφανθεί
είμαστε υφασμένοι, -ες
έχεις υφάνει
έχεις υφασμένο
έχετε υφάνει
έχετε υφασμένο
έχεις υφανθεί
είσαι υφασμένος, -η
έχετε υφανθεί
είστε υφασμένοι, -ες
έχει υφάνει
έχει υφασμένο
έχουν υφάνει
έχουν υφασμένο
έχει υφανθεί
είναι υφασμένος, -η, -ο
έχουν υφανθεί
είναι υφασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα υφάνει
είχα υφασμένο
είχαμε υφάνει
είχαμε υφασμένο
είχα υφανθεί
ήμουν υφασμένος, -η
είχαμε υφανθεί
ήμαστε υφασμένοι, -ες
είχες υφάνει
είχες υφασμένο
είχατε υφάνει
είχατε υφασμένο
είχες υφανθεί
ήσουν υφασμένος, -η
είχατε υφανθεί
ήσαστε υφασμένοι, -ες
είχε υφάνει
είχε υφασμένο
είχαν υφάνει
είχαν υφασμένο
είχε υφανθεί
ήταν υφασμένος, -η, -ο
είχαν υφανθεί
ήταν υφασμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα υφαίνωθα υφαίνουμε, θα υφαίνομεθα υφαίνομαιθα υφαινόμαστε
θα υφαίνειςθα υφαίνετεθα υφαίνεσαιθα υφαίνεστε, θα υφαινόσαστε
θα υφαίνειθα υφαίνουν(ε)θα υφαίνεταιθα υφαίνονται
Fut
ur
θα υφάνωθα υφάνουμε, θα υφάνομεθα υφανθώθα υφανθούμε
θα υφάνειςθα υφάνετεθα υφανθείςθα υφανθείτε
θα υφάνειθα υφάνουν(ε)θα υφανθείθα υφανθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω υφάνει
θα έχω υφασμένο
θα έχουμε υφάνει
θα έχουμε υφασμένο
θα έχω υφανθεί
θα είμαι υφασμένος, -η
θα έχουμε υφανθεί
θα είμαστε υφασμένοι, -ες
θα έχεις υφάνει
θα έχεις υφασμένο
θα έχετε υφάνει
θα έχετε υφασμένο
θα έχεις υφανθεί
θα είσαι υφασμένος, -η
θα έχετε υφανθεί
θα είστε υφασμένοι, -ες
θα έχει υφάνει
θα έχει υφασμένο
θα έχουν υφάνει
θα έχουν υφασμένο
θα έχει υφανθεί
θα είναι υφασμένος, -η, -ο
θα έχουν υφανθεί
θα είναι υφασμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να υφαίνωνα υφαίνουμε, να υφαίνομενα υφαίνομαινα υφαινόμαστε
να υφαίνειςνα υφαίνετενα υφαίνεσαινα υφαίνεστε, να υφαινόσαστε
να υφαίνεινα υφαίνουν(ε)να υφαίνεταινα υφαίνονται
Aoristνα υφάνωνα υφάνουμε, να υφάνομενα υφανθώνα υφανθούμε
να υφάνειςνα υφάνετενα υφανθείςνα υφανθείτε
να υφάνεινα υφάνουν(ε)να υφανθείνα υφανθούν(ε)
Perfνα έχω υφάνει
να έχω υφασμένο
να έχουμε υφάνει
να έχουμε υφασμένο
να έχω υφανθεί
να είμαι υφασμένος, -η
να έχουμε υφανθεί
να είμαστε υφασμένοι, -ες
να έχεις υφάνει
να έχεις υφασμένο
να έχετε υφάνει
να έχετε υφασμένο
να έχεις υφανθεί
να είσαι υφασμένος, -η
να έχετε υφανθεί
να είστε υφασμένοι, -ες
να έχει υφάνει
να έχει υφασμένο
να έχουν υφάνει
να έχουν υφασμένο
να έχει υφανθεί
να είναι υφασμένος, -η, -ο
να έχουν υφανθεί
να είναι υφασμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presύφαινευφαίνετευφαίνεστε
Aoristύφανευφάνετευφανθείτε
Part
izip
Presυφαίνονταςυφαινόμενος
Perfέχοντας υφάνει, έχοντας υφασμένουφασμένος, -η, -ουφασμένοι, -ες, -α
InfinAoristυφάνειυφανθεί





Griechische Definition zu υφαίνω

υφαίνω [iféno] -ομαι : 1.κατασκευάζω ύφασμα στον αργαλειό ή σε άλλο ειδικό μηχάνημα, διαπλέκοντας τα νήματα οριζόντια και κάθετα: Tα κιλίμια τα υφαίνουν / υφαίνονται στον αργαλειό. Kουβέρτα υφασμένη στη μηχανή. Tο χαλί είναι υφασμένο με μετάξι. || H αράχνη υφαίνει τον ιστό της. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback