τσιμπώ Verb  [tsibo, tsimpw]

anbeißen (ugs.)
  Verb
(0)
piken (ugs.)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
(0)

Etymologie zu τσιμπώ

τσιμπώ mittelgriechisch τσιμπῶ *τσιμπίζω *ἐξεμπίζω *ἐμπίζω altgriechisch ἐμπίς


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu τσιμπώ

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
τσιμπάω, τσιμπώτσιμπάμε, τσιμπούμετσιμπιέμαιτσιμπιόμαστε
τσιμπάςτσιμπάτετσιμπιέσαιτσιμπιέστε, τσιμπιόσαστε
τσιμπάει, τσιμπάτσιμπάν(ε), τσιμπούν(ε)τσιμπιέταιτσιμπιούνται, τσιμπιόνται
Imper
fekt
τσιμπούσα, τσίμπαγατσιμπούσαμε, τσιμπάγαμετσιμπιόμουν(α)τσιμπιόμαστε, τσιμπιόμασταν
τσιμπούσες, τσίμπαγεςτσιμπούσατε, τσιμπάγατετσιμπιόσουν(α)τσιμπιόσαστε, τσιμπιόσασταν
τσιμπούσε, τσίμπαγετσιμπούσαν(ε), τσίμπαγαν, τσιμπάγανετσιμπιόταν(ε)τσιμπιόνταν(ε), τσιμπιούνταν, τσιμπιόντουσαν
Aoristτσίμπησατσιμπήσαμετσιμπήθηκατσιμπηθήκαμε
τσίμπησεςτσιμπήσατετσιμπήθηκεςτσιμπηθήκατε
τσίμπησετσίμπησαν, τσιμπήσαν(ε)τσιμπήθηκετσιμπήθηκαν, τσιμπηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω τσιμπήσει
έχω τσιμπημένο
έχουμε τσιμπήσει
έχουμε τσιμπημένο
έχω τσιμπηθεί
είμαι τσιμπημένος, -η
έχουμε τσιμπηθεί
είμαστε τσιμπημένοι, -ες
έχεις τσιμπήσει
έχεις τσιμπημένο
έχετε τσιμπήσει
έχετε τσιμπημένο
έχεις τσιμπηθεί
είσαι τσιμπημένος, -η
έχετε τσιμπηθεί
είστε τσιμπημένοι, -ες
έχει τσιμπήσει
έχει τσιμπημένο
έχουν τσιμπήσει
έχουν τσιμπημένο
έχει τσιμπηθεί
είναι τσιμπημένος, -η, -ο
έχουν τσιμπηθεί
είναι τσιμπημένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα τσιμπήσει
είχα τσιμπημένο
είχαμε τσιμπήσει
είχαμε τσιμπημένο
είχα τσιμπηθεί
ήμουν τσιμπημένος, -η
είχαμε τσιμπηθεί
ήμαστε τσιμπημένοι, -ες
είχες τσιμπήσει
είχες τσιμπημένο
είχατε τσιμπήσει
είχατε τσιμπημένο
είχες τσιμπηθεί
ήσουν τσιμπημένος, -η
είχατε τσιμπηθεί
ήσαστε τσιμπημένοι, -ες
είχε τσιμπήσει
είχε τσιμπημένο
είχαν τσιμπήσει
είχαν τσιμπημένο
είχε τσιμπηθεί
ήταν τσιμπημένος, -η, -ο
είχαν τσιμπηθεί
ήταν τσιμπημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα τσιμπάω, θα τσιμπώθα τσιμπάμε, θα τσιμπούμεθα τσιμπιέμαιθα τσιμπιόμαστε
θα τσιμπάςθα τσιμπάτεθα τσιμπιέσαιθα τσιμπιέστε, θα τσιμπιόσαστε
θα τσιμπάει, θα τσιμπάθα τσιμπάν(ε), θα τσιμπούν(ε)θα τσιμπιέταιθα τσιμπιούνται, θα τσιμπιόνται
Fut
ur
θα τσιμπήσωθα τσιμπήσουμε, θα τσιμπήσομεθα τσιμπηθώθα τσιμπηθούμε
θα τσιμπήσειςθα τσιμπήσετεθα τσιμπηθείςθα τσιμπηθείτε
θα τσιμπήσειθα τσιμπήσουν(ε)θα τσιμπηθείθα τσιμπηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω τσιμπήσει
θα έχω τσιμπημένο
θα έχουμε τσιμπήσει
θα έχουμε τσιμπημένο
θα έχω τσιμπηθεί
θα είμαι τσιμπημένος, -η
θα έχουμε τσιμπηθεί
θα είμαστε τσιμπημένοι, -ες
θα έχεις τσιμπήσει
θα έχεις τσιμπημένο
θα έχετε τσιμπήσει
θα έχετε τσιμπημένο
θα έχεις τσιμπηθεί
θα είσαι τσιμπημένος, -η
θα έχετε τσιμπηθεί
θα είστε τσιμπημένοι, -ες
θα έχει τσιμπήσει
θα έχει τσιμπημένο
θα έχουν τσιμπήσει
θα έχουν τσιμπημένο
θα έχει τσιμπηθεί
θα είναι τσιμπημένος, -η, -ο
θα έχουν τσιμπηθεί
θα είναι τσιμπημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να τσιμπάω, να τσιμπώνα τσιμπάμε, να τσιμπούμενα τσιμπιέμαινα τσιμπιόμαστε
να τσιμπάςνα τσιμπάτενα τσιμπιέσαινα τσιμπιέστε, να τσιμπιόσαστε
να τσιμπάει, να τσιμπάνα τσιμπάν(ε), να τσιμπούν(ε)να τσιμπιέταινα τσιμπιούνται, να τσιμπιόνται
Aoristνα τσιμπήσωνα τσιμπήσουμε, να τσιμπήσομενα τσιμπηθώνα τσιμπηθούμε
να τσιμπήσειςνα τσιμπήσετενα τσιμπηθείςνα τσιμπηθείτε
να τσιμπήσεινα τσιμπήσουν(ε)να τσιμπηθείνα τσιμπηθούν(ε)
Perfνα έχω τσιμπήσει
να έχω τσιμπημένο
να έχουμε τσιμπήσει
να έχουμε τσιμπημένο
να έχω τσιμπηθεί
να είμαι τσιμπημένος, -η
να έχουμε τσιμπηθεί
να είμαστε τσιμπημένοι, -ες
να έχεις τσιμπήσει
να έχεις τσιμπημένο
να έχετε τσιμπήσει
να έχετε τσιμπημένο
να έχεις τσιμπηθεί
να είσαι τσιμπημένος, -η
να έχετε τσιμπηθεί
να είστε τσιμπημένοι, -η
να έχει τσιμπήσει
να έχει τσιμπημένο
να έχουν τσιμπήσει
να έχουν τσιμπημένο
να έχει τσιμπηθεί
να είναι τσιμπημένος, -η, -ο
να έχουν τσιμπηθεί
να είναι τσιμπημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presτσίμπα, τσίμπαγετσιμπάτετσιμπιέστε
Aoristτσίμπησε, τσίμπατσιμπήστετσιμπήσουτσιμπηθείτε
Part
izip
Presτσιμπώντας
Perfέχοντας τσιμπήσει, έχοντας τσιμπημένοτσιμπημένος, -η, -οτσιμπημένοι, -ες, -α
InfinAoristτσιμπήσειτσιμπηθεί















Griechische Definition zu τσιμπώ

τσιμπώ [tsimbó] & -άω, -ιέμαι : I1α. τρυπώ ελαφρά το δέρμα με κτ. αιχμηρό και λεπτό: Tον τσίμπησε με το βελόνι / με την καρφίτσα. Tσιμπήθηκε από τα αγκάθια. H μάλλινη μπλούζα με τσιμπάει. Είναι αξύριστος και τον τσιμπούν τα γένια του. || Tσίμπησε με το πιρούνι ένα κομμά τι κρέας. β. για οξύ και μικρής διάρκειας πόνο: Mε τσιμπάει το στομάχι / η καρδιά. γ. (παθ., λαϊκ.) κάνω ενέσεις ναρκωτικών. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback