τιμώ Verb  [timo, timw]

  Verb
(29)
schätzen (ugs.)
  Verb
(1)

Etymologie zu τιμώ

τιμώ altgriechisch τιμάω / τιμῶ


GriechischDeutsch
Και ορκίζομαι να σε μισώ, να σε τιμώ και να σε υπακούω την υπόλοιπη ζωή μου.Ich gelobe, dich zu hassen, zu ehren und dir zu gehorchen bis an mein Lebensende.

Übersetzung nicht bestätigt

Και τώρα, σ' αυτή τη μέρα αποφοίτησης, είναι μεγάλη μου χαρά να τιμώ αυτούς τους δόκιμους που αρίστευσαν.Und bei dieser Abschlussfeier habe ich das Vergnügen, die Kadetten zu ehren, die Außergewöhnliches geleistet haben.

Übersetzung nicht bestätigt

Να σε αγαπώ και να σε τιμώ από σήμερα κι εξής.Zu lieben und zu ehren, für alle Zeiten.

Übersetzung nicht bestätigt

Θα σ΄αγαπώ και θα σε τιμώ από αυτή τη μέρα....zu meiner Ehefrau und dich zu lieben und zu ehren von nun an.

Übersetzung nicht bestätigt

Θα σ΄αγαπώ και θα σε τιμώ από αυτή τη μέρα....nehme dich, Bryan MacKenzie zu meinem Ehemann zu meinem Ehemann und dich zu lieben und zu ehren von nun an.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung

Grammatik

Grammatik zu τιμώ

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
τιμάω, τιμώτιμάμε, τιμούμετιμώμαιτιμόμαστε, τιμώμεθα
τιμάςτιμάτετιμάσαιτιμάστε, τιμάσθε
τιμάει, τιμάτιμάν(ε), τιμούν(ε)τιμάταιτιμώνται
Imper
fekt
τιμούσατιμούσαμε
τιμούσεςτιμούσατε
τιμούσετιμούσαν(ε)
Aoristτίμησατιμήσαμετιμήθηκατιμηθήκαμε
τίμησεςτιμήσατετιμήθηκεςτιμηθήκατε
τίμησετίμησαν, τιμήσαν(ε)τιμήθηκετιμήθηκαν, τιμηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω τιμήσει
έχω τιμημένο
έχουμε τιμήσει
έχουμε τιμημένο
έχω τιμηθείέχουμε τιμηθεί
έχεις τιμήσει
έχεις τιμημένο
έχετε τιμήσει
έχετε τιμημένο
έχεις τιμηθείέχετε τιμηθεί
έχει τιμήσει
έχει τιμημένο
έχουν τιμήσει
έχουν τιμημένο
έχει τιμηθείέχουν τιμηθεί
Plu
perf
ekt
είχα τιμήσει
είχα τιμημένο
είχαμε τιμήσει
είχαμε τιμημένο
είχα τιμηθείείχαμε τιμηθεί
είχες τιμήσει
είχες τιμημένο
είχατε τιμήσει
είχατε τιμημένο
είχες τιμηθείείχατε τιμηθεί
είχε τιμήσει
είχε τιμημένο
είχαν τιμήσει
είχαν τιμημένο
είχε τιμηθείείχαν τιμηθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα τιμάω, θα τιμώθα τιμάμε, θα τιμούμεθα τιμώμαιθα τιμόμαστε, θα τιμώμεθα
θα τιμάςθα τιμάτεθα τιμάσαιθα τιμάστε, θα τιμάσθε
θα τιμάει, θα τιμάθα τιμάν(ε), θα τιμούν(ε)θα τιμάταιθα τιμώνται
Fut
ur
θα τιμήσωθα τιμήσουμε, θα τιμήσομεθα τιμηθώθα τιμηθούμε
θα τιμήσειςθα τιμήσετεθα τιμηθείςθα τιμηθείτε
θα τιμήσειθα τιμήσουν(ε)θα τιμηθείθα τιμηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω τιμήσει
θα έχω τιμημένο
θα έχουμε τιμήσει
θα έχουμε τιμημένο
θα έχω τιμηθείθα έχουμε τιμηθεί
θα έχεις τιμήσει
θα έχεις τιμημένο
θα έχετε τιμήσει
θα έχετε τιμημένο
θα έχεις τιμηθείθα έχετε τιμηθεί
θα έχει τιμήσει
θα έχει τιμημένο
θα έχουν τιμήσει
θα έχουν τιμημένο
θα έχει τιμηθείθα έχουν τιμηθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να τιμάω, να τιμώνα τιμάμε, να τιμούμενα τιμώμαινα τιμόμαστε, να τιμώμεθα
να τιμάςνα τιμάτενα τιμάσαινα τιμάστε, να τιμάσθε
να τιμάει, να τιμάνα τιμάν(ε), να τιμούν(ε)να τιμάταινα τιμώνται
Aoristνα τιμήσωνα τιμήσουμε, να τιμήσομενα τιμηθώνα τιμηθούμε
να τιμήσειςνα τιμήσετενα τιμηθείςνα τιμηθείτε
να τιμήσεινα τιμήσουν(ε)να τιμηθείνα τιμηθούν(ε)
Perfνα έχω τιμήσει
να έχω τιμημένο
να έχουμε τιμήσει
να έχουμε τιμημένο
να έχω τιμηθείνα έχουμε τιμηθεί
να έχεις τιμήσει
να έχεις τιμημένο
να έχετε τιμήσει
να έχετε τιμημένο
να έχεις τιμηθείνα έχετε τιμηθεί
να έχει τιμήσει
να έχει τιμημένο
να έχουν τιμήσει
να έχουν τιμημένο
να έχει τιμηθείνα έχουν τιμηθεί
Imper
ativ
Presτίματιμάτετιμάστε, τιμάσθε
Aoristτίμησε, τίματιμήστετιμήσουτιμηθείτε
Part
izip
Presτιμώντας
Perfέχοντας τιμήσειτιμημένος, -η, -οτιμημένοι, -ες, -α
InfinAoristτιμήσειτιμηθεί







Griechische Definition zu τιμώ

τιμώ [timó] & -άω : 1α. εκδηλώνω σε κπ. το σεβασμό μου: Tίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου. Στις εθνικές γιορτές τιμώνται οι νεκροί των πολέμων. H τιμημένη γενιά του ΄40 και της Kατοχής. (έκφρ.) τιμώ τη φανέλα* μου. τιμημένα ράσα*. ΦΡ μιλημένα* τιμημένα. || γιορτάζω: Tιμάται η μνήμη ενός αγίου. β. απονέμω κτ. τιμητικά: Tιμήθη κε με το βραβείο Nόμπελ / με το ανώτατο ελληνικό παράσημο. Tο τιμώμε νο πρόσωπο, προς τιμή του οποίου γίνεται μια τελετή, μια εκδήλωση. γ. δίνω σε κπ. τιμή, αξία: H ειλικρίνειά του τον τιμά. Mας τίμησε με την παρουσία του. Mε τιμάς με τη φιλία σου. || κάνω χρήση κάποιου πράγματος (συνήθ. όταν μιλάει κάποιος αστειευόμενος): Tα τιμήσαμε τα φαγητά της. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback