συζητώ Verb  [sizito, syzhtw]

  Verb
(26)
  Verb
(5)
  Verb
(3)
  Verb
(1)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
(0)
(0)

Etymologie zu συζητώ

συζητώ altgriechisch συζητέω / συζητῶ ((Lehnbedeutung) französisch discuter)


GriechischDeutsch
Έχω συχνά την ευκαιρία να το συζητώ αυτό μαζί του.Ich habe oft Gelegenheit, mit ihm darüber zu diskutieren.

Übersetzung bestätigt

Ήταν πραγματικά θαυμάσιο να συζητώ μαζί σας και εξακολουθεί να είναι και σήμερα.Es war wirklich herrlich, mit Ihnen zu diskutieren, und das ist es auch heute noch.

Übersetzung bestätigt

Επιπλέον, όσον αφορά εμένα, πάντοτε χαίρομαι ιδιαίτερα να συζητώ με τους βουλευτές, ακόμη και να τους αντικρούω, δεδομένου ότι αυτό με βοηθάει να βελτιώνω τις αντιλήψεις μου. Αλλάζω τακτικά γνώμη χάρη σε εσάς, όχι για να μένετε ικανοποιημένοι, αλλά απλώς επειδή με πείθετε.Im Übrigen muss ich Ihnen, was mich betrifft, sagen, dass es mir stets großes Vergnügen war, mit den Abgeordneten zu diskutieren und sogar ihnen zu widersprechen, denn das ermöglicht es mir, meine eigenen Positionen auszufeilen, und es passiert mir ziemlich häufig, dass ich Ihretwegen meine Meinung ändere, nicht um Ihnen einen Gefallen zu tun, sondern einfach, weil Sie mich überzeugt haben.

Übersetzung bestätigt

Σε αυτό το πλαίσιο χαίρομαι που συζητώ μαζί σας απόψε δύο προτάσεις που συμβάλλουν στο στόχο της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής σε δύο διαφορετικούς φορολογικούς τομείς.In diesem Zusammenhang freue ich mich, mit Ihnen heute Abend zwei Vorschläge zu diskutieren, die beide zu den Zielen im Kampf gegen Steuerhinterziehung und -betrug in zwei unterschiedlichen Steuerbereichen beitragen.

Übersetzung bestätigt

Κύριε Πρόεδρε, αξιότιμοι βουλευτές, είναι ευχαρίστησή μου να συζητώ φορολογικά θέματα σήμερα μαζί σας, την τελευταία ημέρα της θητείας μου ως Επίτροπος αρμόδιος για θέματα φορολογίας και τελωνειακής ένωσης.Mitglied der Kommission. Herr Präsident, verehrte Mitglieder, es ist mir eine Freude, heute mit Ihnen über Steuerangelegenheiten zu diskutieren, an diesem letzten Tag meines Mandats als Kommissar für Steuern und Zollunion.

Übersetzung bestätigt



Grammatik

Grammatik zu συζητώ

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
συζητάω, συζητώσυζητάμε, συζητούμεσυζητιέμαισυζητιόμαστε
συζητάςσυζητάτεσυζητιέσαισυζητιέστε, συζητιόσαστε
συζητάει, συζητάσυζητάν(ε), συζητούν(ε)συζητιέταισυζητιούνται, συζητιόνται
Imper
fekt
συζητούσα, συζήταγασυζητούσαμε, συζητάγαμεσυζητιόμουν(α)συζητιόμαστε, συζητιόμασταν
συζητούσες, συζήταγεςσυζητούσατε, συζητάγατεσυζητιόσουν(α)συζητιόσαστε, συζητιόσασταν
συζητούσε, συζήταγεσυζητούσαν(ε), συζήταγαν, συζητάγανεσυζητιόταν(ε)συζητιόνταν(ε), συζητιούνταν, συζητιόντουσαν
Aoristσυζήτησασυζητήσαμεσυζητήθηκασυζητηθήκαμε
συζήτησεςσυζητήσατεσυζητήθηκεςσυζητηθήκατε
συζήτησεσυζήτησαν, συζητήσαν(ε)συζητήθηκεσυζητήθηκαν, συζητηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω συζητήσει
έχω συζητημένο
έχουμε συζητήσει
έχουμε συζητημένο
έχω συζητηθεί
είμαι συζητημένος, -η
έχουμε συζητηθεί
είμαστε συζητημένοι, -ες
έχεις συζητήσει
έχεις συζητημένο
έχετε συζητήσει
έχετε συζητημένο
έχεις συζητηθεί
είσαι συζητημένος, -η
έχετε συζητηθεί
είστε συζητημένοι, -ες
έχει συζητήσει
έχει συζητημένο
έχουν συζητήσει
έχουν συζητημένο
έχει συζητηθεί
είναι συζητημένος, -η, -ο
έχουν συζητηθεί
είναι συζητημένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα συζητήσει
είχα συζητημένο
είχαμε συζητήσει
είχαμε συζητημένο
είχα συζητηθεί
ήμουν συζητημένος, -η
είχαμε συζητηθεί
ήμαστε συζητημένοι, -ες
είχες συζητήσει
είχες συζητημένο
είχατε συζητήσει
είχατε συζητημένο
είχες συζητηθεί
ήσουν συζητημένος, -η
είχατε συζητηθεί
ήσαστε συζητημένοι, -ες
είχε συζητήσει
είχε συζητημένο
είχαν συζητήσει
είχαν συζητημένο
είχε συζητηθεί
ήταν συζητημένος, -η, -ο
είχαν συζητηθεί
ήταν συζητημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα συζητάω, θα συζητώθα συζητάμε, θα συζητούμεθα συζητιέμαιθα συζητιόμαστε
θα συζητάςθα συζητάτεθα συζητιέσαιθα συζητιέστε, θα συζητιόσαστε
θα συζητάει, θα συζητάθα συζητάν(ε), θα συζητούν(ε)θα συζητιέταιθα συζητιούνται, θα συζητιόνται
Fut
ur
θα συζητήσωθα συζητήσουμε, θα συζητήσομεθα συζητηθώθα συζητηθούμε
θα συζητήσειςθα συζητήσετεθα συζητηθείςθα συζητηθείτε
θα συζητήσειθα συζητήσουν(ε)θα συζητηθείθα συζητηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω συζητήσει
θα έχω συζητημένο
θα έχουμε συζητήσει
θα έχουμε συζητημένο
θα έχω συζητηθεί
θα είμαι συζητημένος, -η
θα έχουμε συζητηθεί
θα είμαστε συζητημένοι, -ες
θα έχεις συζητήσει
θα έχεις συζητημένο
θα έχετε συζητήσει
θα έχετε συζητημένο
θα έχεις συζητηθεί
θα είσαι συζητημένος, -η
θα έχετε συζητηθεί
θα είστε συζητημένοι, -ες
θα έχει συζητήσει
θα έχει συζητημένο
θα έχουν συζητήσει
θα έχουν συζητημένο
θα έχει συζητηθεί
θα είναι συζητημένος, -η, -ο
θα έχουν συζητηθεί
θα είναι συζητημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να συζητάω, να συζητώνα συζητάμε, να συζητούμενα συζητιέμαινα συζητιόμαστε
να συζητάςνα συζητάτενα συζητιέσαινα συζητιέστε, να συζητιόσαστε
να συζητάει, να συζητάνα συζητάν(ε), να συζητούν(ε)να συζητιέταινα συζητιούνται, να συζητιόνται
Aoristνα συζητήσωνα συζητήσουμε, να συζητήσομενα συζητηθώνα συζητηθούμε
να συζητήσειςνα συζητήσετενα συζητηθείςνα συζητηθείτε
να συζητήσεινα συζητήσουν(ε)να συζητηθείνα συζητηθούν(ε)
Perfνα έχω συζητήσει
να έχω συζητημένο
να έχουμε συζητήσει
να έχουμε συζητημένο
να έχω συζητηθεί
να είμαι συζητημένος, -η
να έχουμε συζητηθεί
να είμαστε συζητημένοι, -ες
να έχεις συζητήσει
να έχεις συζητημένο
να έχετε συζητήσει
να έχετε συζητημένο
να έχεις συζητηθεί
να είσαι συζητημένος, -η
να έχετε συζητηθεί
να είστε συζητημένοι, -η
να έχει συζητήσει
να έχει συζητημένο
να έχουν συζητήσει
να έχουν συζητημένο
να έχει συζητηθεί
να είναι συζητημένος, -η, -ο
να έχουν συζητηθεί
να είναι συζητημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presσυζήτα, συζήταγεσυζητάτεσυζητιέστε
Aoristσυζήτησε, συζήτασυζητήστεσυζητήσουσυζητηθείτε
Part
izip
Presσυζητώντας
Perfέχοντας συζητήσει, έχοντας συζητημένοσυζητημένος, -η, -οσυζητημένοι, -ες, -α
InfinAoristσυζητήσεισυζητηθεί















Griechische Definition zu συζητώ

συζητώ [sizitó] & -άω, -ιέμαι .9β : 1α.ανταλλάσσω προφορικά απόψεις και σκέψεις, για να καταλήξω μαζί με άλλους σε ένα συμπέρασμα ή σε μια απόφαση: Tο νομοσχέδιο θα συζητηθεί στη βουλή την ερχόμενη εβδομάδα. Συζητείται η εφαρμογή νέων μέτρων, μελετάται. || κουβεντιάζω: Συζητούσαν χαμηλόφωνα. Aντί να δουλεύουν, κάθονται και συζητάνε. β. σκέφτομαι, λογαριάζω, αν είναι σκόπιμο να πρά ξω κτ.: Tο συζητώ, αν με συμφέρει να παραιτηθώ τώρα. Tο ενδεχόμενο αυτό δεν το συζητώ. || φέρνω αντιρρήσεις, συνήθ. σε αρνητικές προτάσεις: Δε συζητάει ποτέ τις αποφάσεις των ανωτέρων του. (έκφρ.) μην το συζητάς / ούτε να το συζητάς, για κτ. που δεν επιδέχεται αντίρρηση, για κατηγορηματι κή άρνηση: Mην το συζητάς, έκανες πολύ καλά που δεν έφυγες. Ούτε να το συζητάς, δε γίνεται αυτό που θέλεις. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback