στερεώνω Verb  [stereono, sterewnw]

  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu στερεώνω

στερεώνω altgriechisch στερεόω / στερεῶ + -ώνω


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.


Grammatik

Grammatik zu στερεώνω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
στερεώνωστερεώνουμε, στερεώνομεστερεώνομαιστερεωνόμαστε
στερεώνειςστερεώνετεστερεώνεσαιστερεώνεστε, στερεωνόσαστε
στερεώνειστερεώνουν(ε)στερεώνεταιστερεώνονται
Imper
fekt
στερέωναστερεώναμεστερεωνόμουν(α)στερεωνόμαστε, στερεωνόμασταν
στερέωνεςστερεώνατεστερεωνόσουν(α)στερεωνόσαστε, στερεωνόσασταν
στερέωνεστερέωναν, στερεώναν(ε)στερεωνόταν(ε)στερεώνονταν, στερεωνόντανε, στερεωνόντουσαν
Aoristστερέωσαστερεώσαμεστερεώθηκαστερεωθήκαμε
στερέωσεςστερεώσατεστερεώθηκεςστερεωθήκατε
στερέωσεστερέωσαν, στερεώσαν(ε)στερεώθηκεστερεώθηκαν, στερεωθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω στερεώσει
έχω στερεωμένο
έχουμε στερεώσει
έχουμε στερεωμένο
έχω στερεωθεί
είμαι στερεωμένος, -η
έχουμε στερεωθεί
είμαστε στερεωμένοι, -ες
έχεις στερεώσει
έχεις στερεωμένο
έχετε στερεώσει
έχετε στερεωμένο
έχεις στερεωθεί
είσαι στερεωμένος, -η
έχετε στερεωθεί
είστε στερεωμένοι, -ες
έχει στερεώσει
έχει στερεωμένο
έχουν στερεώσει
έχουν στερεωμένο
έχει στερεωθεί
είναι στερεωμένος, -η, -ο
έχουν στερεωθεί
είναι στερεωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα στερεώσει
είχα στερεωμένο
είχαμε στερεώσει
είχαμε στερεωμένο
είχα στερεωθεί
ήμουν στερεωμένος, -η
είχαμε στερεωθεί
ήμαστε στερεωμένοι, -ες
είχες στερεώσει
είχες στερεωμένο
είχατε στερεώσει
είχατε στερεωμένο
είχες στερεωθεί
ήσουν στερεωμένος, -η
είχατε στερεωθεί
ήσαστε στερεωμένοι, -ες
είχε στερεώσει
είχε στερεωμένο
είχαν στερεώσει
είχαν στερεωμένο
είχε στερεωθεί
ήταν στερεωμένος, -η, -ο
είχαν στερεωθεί
ήταν στερεωμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα στερεώνωθα στερεώνουμε, θα στερεώνομεθα στερεώνομαιθα στερεωνόμαστε
θα στερεώνειςθα στερεώνετεθα στερεώνεσαιθα στερεώνεστε, θα στερεωνόσαστε
θα στερεώνειθα στερεώνουν(ε)θα στερεώνεταιθα στερεώνονται
Fut
ur
θα στερεώσωθα στερεώσουμε, θα στερεώσομεθα στερεωθώθα στερεωθούμε
θα στερεώσειςθα στερεώσετεθα στερεωθείςθα στερεωθείτε
θα στερεώσειθα στερεώσουνθα στερεωθείθα στερεωθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω στερεώσει
θα έχω στερεωμένο
θα έχουμε στερεώσει
θα έχουμε στερεωμένο
θα έχω στερεωθεί
θα είμαι στερεωμένος, -η
θα έχουμε στερεωθεί
θα είμαστε στερεωμένοι, -ες
θα έχεις στερεώσει
θα έχεις στερεωμένο
θα έχετε στερεώσει
θα έχετε στερεωμένο
θα έχεις στερεωθεί
θα είσαι στερεωμένος, -η
θα έχετε στερεωθεί
θα είστε στερεωμένοι, -ες
θα έχει στερεώσει
θα έχει στερεωμένο
θα έχουν στερεώσει
θα έχουν στερεωμένο
θα έχει στερεωθεί
θα είναι στερεωμένος, -η, -ο
θα έχουν στερεωθεί
θα είναι στερεωμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να στερεώνωνα στερεώνουμε, να στερεώνομενα στερεώνομαινα στερεωνόμαστε
να στερεώνειςνα στερεώνετενα στερεώνεσαινα στερεώνεστε, να στερεωνόσαστε
να στερεώνεινα στερεώνουν(ε)να στερεώνεταινα στερεώνονται
Aoristνα στερεώσωνα στερεώσουμε, να στερεώσομενα στερεωθώνα στερεωθούμε
να στερεώσειςνα στερεώσετενα στερεωθείςνα στερεωθείτε
να στερεώσεινα στερεώσουν(ε)να στερεωθείνα στερεωθούν(ε)
Perfνα έχω στερεώσει
να έχω στερεωμένο
να έχουμε στερεώσει
να έχουμε στερεωμένο
να έχω στερεωθεί
να είμαι στερεωμένος, -η
να έχουμε στερεωθεί
να είμαστε στερεωμένοι, -ες
να έχεις στερεώσει
να έχεις στερεωμένο
να έχετε στερεώσει
να έχετε στερεωμένο
να έχεις στερεωθεί
να είσαι στερεωμένος, -η
να έχετε στερεωθεί
να είστε στερεωμένοι, -ες
να έχει στερεώσει
να έχει στερεωμένο
να έχουν στερεώσει
να έχουν στερεωμένο
να έχει στερεωθεί
να είναι στερεωμένος, -η, -ο
να έχουν στερεωθεί
να είναι στερεωμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presστερέωνεστερεώνετεστερεώνεστε
Aoristστερέωσεστερεώστε, στερεώσετεστερεώσουστερεωθείτε
Part
izip
Presστερεώνοντας
Perfέχοντας στερεώσει, έχοντας στερεωμένοστερεωμένος, -η, -οστερεωμένοι, -ες, -α
InfinAoristστερεώσειστερεωθεί













Griechische Definition zu στερεώνω

στερεώνω [stereóno] -ομαι : 1. ενεργώ έτσι ώστε κτ. να γίνει στέρεο, να αντέχει στο χρόνο ή σε άλλους εξωτερικούς παράγοντες: Στερεώνουν το γεφύρι μπήγοντας στο ποτάμι χοντρούς πασσάλους. || στηρίζω, σταθεροποιώ: Στερεώνουν την οροφή της σήραγγας με μπετόν αρμέ. Πινακίδα στερεωμένη με καρφιά σ΄ έναν τοίχο. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback