σκεπάζω Verb  [skepazo, skepazw]

  Verb
(2)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu σκεπάζω

σκεπάζω altgriechisch σκεπάζω σκέπω


GriechischDeutsch
-Ελέγχω τα παράθυρα, σε σκεπάζω.Die Fenster prüfen, dich zudecken.

Übersetzung nicht bestätigt

Eσέvα δεv σε σκεπάζω.Aber dich werde ich nicht zudecken.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu σκεπάζω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
σκεπάζωσκεπάζουμε, σκεπάζομεσκεπάζομαισκεπαζόμαστε
σκεπάζειςσκεπάζετεσκεπάζεσαισκεπάζεστε, σκεπαζόσαστε
σκεπάζεισκεπάζουν(ε)σκεπάζεταισκεπάζονται
Imper
fekt
σκέπαζασκεπάζαμεσκεπαζόμουν(α)σκεπαζόμαστε, σκεπαζόμασταν
σκέπαζεςσκεπάζατεσκεπαζόσουν(α)σκεπαζόσαστε, σκεπαζόσασταν
σκέπαζεσκέπαζαν, σκεπάζαν(ε)σκεπαζόταν(ε)σκεπάζονταν, σκεπαζόντανε, σκεπαζόντουσαν
Aoristσκέπασασκεπάσαμεσκεπάστηκασκεπαστήκαμε
σκέπασεςσκεπάσατεσκεπάστηκεςσκεπαστήκατε
σκέπασεσκέπασαν, σκεπάσαν(ε)σκεπάστηκεσκεπάστηκαν, σκεπαστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω σκεπάσει
έχω σκεπασμένο
έχουμε σκεπάσει
έχουμε σκεπασμένο
έχω σκεπαστεί
είμαι σκεπασμένος, -η
έχουμε σκεπαστεί
είμαστε σκεπασμένοι, -ες
έχεις σκεπάσει
έχεις σκεπασμένο
έχετε σκεπάσει
έχετε σκεπασμένο
έχεις σκεπαστεί
είσαι σκεπασμένος, -η
έχετε σκεπαστεί
είστε σκεπασμένοι, -ες
έχει σκεπάσει
έχει σκεπασμένο
έχουν σκεπάσει
έχουν σκεπασμένο
έχει σκεπαστεί
είναι σκεπασμένος, -η, -ο
έχουν σκεπαστεί
είναι σκεπασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα σκεπάσει
είχα σκεπασμένο
είχαμε σκεπάσει
είχαμε παρουσισμένο
είχα σκεπαστεί
ήμουν σκεπασμένος, -η
είχαμε σκεπαστεί
ήμαστε σκεπασμένοι, -ες
είχες σκεπάσει
είχες σκεπασμένο
είχατε σκεπάσει
είχατε σκεπασμένο
είχες σκεπαστεί
ήσουν σκεπασμένος, -η
είχατε σκεπαστεί
ήσαστε σκεπασμένοι, -ες
είχε σκεπάσει
είχε σκεπασμένο
είχαν σκεπάσει
είχαν σκεπασμένο
είχε σκεπαστεί
ήταν σκεπασμένος, -η, -ο
είχαν σκεπαστεί
ήταν σκεπασμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα σκεπάζωθα σκεπάζουμε, θα σκεπάζομεθα σκεπάζομαιθα σκεπαζόμαστε
θα σκεπάζειςθα σκεπάζετεθα σκεπάζεσαιθα σκεπάζεστε, θα σκεπαζόσαστε
θα σκεπάζειθα σκεπάζουν(ε)θα σκεπάζεταιθα σκεπάζονται
Fut
ur
θα σκεπάσωθα σκεπάσουμε, θα σκεπάζομεθα σκεπαστώθα σκεπαστούμε
θα σκεπάσειςθα σκεπάσετεθα σκεπαστείςθα σκεπαστείτε
θα σκεπάσειθα σκεπάσουν(ε)θα σκεπαστείθα σκεπαστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω σκεπάσει
θα έχω σκεπασμένο
θα έχουμε σκεπάσει
θα έχουμε σκεπασμένο
θα έχω σκεπαστεί
θα είμαι σκεπασμένος, -η
θα έχουμε σκεπαστεί
θα είμαστε σκεπασμένοι, -ες
θα έχεις σκεπάσει
θα έχεις σκεπασμένο
θα έχετε σκεπάσει
θα έχετε σκεπασμένο
θα έχεις σκεπαστεί
θα είσαι σκεπασμένος, -η
θα έχετε σκεπαστεί
θα είστε σκεπασμένοι, -ες
θα έχει σκεπάσει
θα έχει σκεπασμένο
θα έχουν σκεπάσει
θα έχουν σκεπασμένο
θα έχει σκεπαστεί
θα είναι σκεπασμένος, -η, -ο
θα έχουν σκεπαστεί
θα είναι σκεπασμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να σκεπάζωνα σκεπάζουμε, να σκεπάζομενα σκεπάζομαινα σκεπαζόμαστε
να σκεπάζειςνα σκεπάζετενα σκεπάζεσαινα σκεπάζεστε, να σκεπαζόσαστε
να σκεπάζεινα σκεπάζουν(ε)να σκεπάζεταινα σκεπάζονται
Aoristνα σκεπάσωνα σκεπάσουμε, να σκεπάσομενα σκεπαστώνα σκεπαστούμε
να σκεπάσειςνα σκεπάσετενα σκεπαστείςνα σκεπαστείτε
να σκεπάσεινα σκεπάσουν(ε)να σκεπαστείνα σκεπαστούν(ε)
Perfνα έχω σκεπάσει
να έχω σκεπασμένο
να έχουμε σκεπάσει
να έχουμε σκεπασμένο
να έχω σκεπαστεί
να είμαι σκεπασμένος, -η
να έχουμε σκεπαστεί
να είμαστε σκεπασμένοι, -ες
να έχεις σκεπάσει
να έχεις σκεπασμένο
να έχετε σκεπάσει
να έχετε σκεπασμένο
να έχεις σκεπαστεί
να είσαι σκεπασμένος, -η
να έχετε σκεπαστεί
να είστε σκεπασμένοι, -ες
να έχει σκεπάσει
να έχει σκεπασμένο
να έχουν σκεπάσει
να έχουν σκεπασμένο
να έχει σκεπαστεί
να είναι σκεπασμένος, -η, -ο
να έχουν σκεπαστεί
να είναι σκεπασμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presσκέπαζεσκεπάζετεσκεπάζεστε
Aoristσκέπασεσκεπάστεσκεπάσουσκεπαστείτε
Part
izip
Presσκεπάζονταςσκεπαζόμενος
Perfέχοντας σκεπάσει, έχοντας σκεπασμένοσκεπασμένος, -η, -οσκεπασμένοι, -ες, -α
InfinAoristσκεπάσεισκεπαστεί











Griechische Definition zu σκεπάζω

σκεπάζω [skepázo] -ομαι : 1α. τοποθετώ κτ. πάνω από κτ. άλλο, έτσι ώστε να μη φαίνεται πια, να μην είναι εκτεθειμένο, να προστατεύεται, το καλύπτω: Tα έπιπλα ήταν σκεπασμένα με μεγάλα άσπρα σεντόνια. Tο τραπέζι ήταν σκεπασμένο με ένα τραπεζομάντιλο. σκεπάζω το παιδί να μην κρυώσει, με ρούχα ή κλινοσκεπάσματα. Σκεπάσου!, συνήθ. όταν είναι κανείς ξαπλωμένος. Tο παλτό τής σκέπαζε τα γόνατα. Σκέπασε τη χύτρα! Πρέπει να σκεπάσουμε το πηγάδι. || Σκέπασε το πρόσωπο με τα χέρια της, το έκρυψε. Προσπάθησε να σκεπάσει τη γύμνια της. Tον σκέπασε με το σώ μα του, στάθηκε μπροστά του για να τον προστατεύσει. || (προφ.) τοποθετώ στέγη σε οικοδομή: Πρέπει να το σκεπάσουμε το σπίτι πριν αρχίσουν οι βροχές. β. τοποθετώ πάνω σε κτ. μια μεγάλη ποσότητα από πράγματα: Σκέπασαν τον τάφο με λουλούδια. Tο γραφείο ήταν σκεπασμένο από βιβλία. γ. για κτ. που απλώνεται προοδευτικά πάνω σε μια μεγάλη επιφάνεια: Σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό. Aνέβηκαν τα νερά και σκέπασαν τα χωράφια. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback