ρυθμίζω Verb  [rithmizo, rythmizw]

  Verb
(3)
  Verb
(1)
  Verb
(1)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu ρυθμίζω

ρυθμίζω altgriechisch ῥυθμίζω ῥυθμός


GriechischDeutsch
Κύριε Πρόεδρε, ίσως είναι κάπως περίεργο το γεγονός ότι θέτω σήμερα την ερώτηση αυτή ενώπιον του Σώματος, επειδή ως πρόεδρος κοινοβουλευτικής επιτροπής μπορώ να ρυθμίζω ομαλά πάρα πολλά θέματα συνεργαζόμενος με την Επιτροπή.Herr Präsident, es mag etwas seltsam erscheinen, wenn ich diese Frage heute hier in diesem Haus stelle, da ich als Vorsitzender natürlich gute Kontakte zur Kommission pflege und sehr viele Angelegenheiten oft recht unbürokratisch regeln kann.

Übersetzung bestätigt

Γιατί όμως ο κόσμος θέλει να ρυθμίζω την κυκλοφορία, όταν θα προτιμούσα να πάω για ψάρεμα;Aber warum erwarten die Leute von mir, den Verkehr zu regeln, wenn ich viel lieber fischen gehen würde?

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu ρυθμίζω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ρυθμίζωρυθμίζουμε, ρυθμίζομερυθμίζομαιρυθμιζόμαστε
ρυθμίζειςρυθμίζετερυθμίζεσαιρυθμίζεστε, ρυθμιζόσαστε
ρυθμίζειρυθμίζουν(ε)ρυθμίζεταιρυθμίζονται
Imper
fekt
ρύθμιζαρυθμίζαμερυθμιζόμουν(α)ρυθμιζόμαστε, ρυθμιζόμασταν
ρύθμιζεςρυθμίζατερυθμιζόσουν(α)ρυθμιζόσαστε, ρυθμιζόσασταν
ρύθμιζερύθμιζαν, ρυθμίζαν(ε)ρυθμιζόταν(ε)ρυθμίζονταν, ρυθμιζόντανε, ρυθμιζόντουσαν
Aoristρύθμισαρυθμίσαμερυθμίστηκαρυθμιστήκαμε
ρύθμισεςρυθμίσατερυθμίστηκεςρυθμιστήκατε
ρύθμισερύθμισαν, ρυθμίσαν(ε)ρυθμίστηκερυθμίστηκαν, ρυθμιστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ρυθμίσει
έχω ρυθμισμένο
έχουμε ρυθμίσει
έχουμε ρυθμισμένο
έχω ρυθμιστεί
είμαι ρυθμισμένος, -η
έχουμε ρυθμιστεί
είμαστε ρυθμισμένοι, -ες
έχεις ρυθμίσει
έχεις ρυθμισμένο
έχετε ρυθμίσει
έχετε ρυθμισμένο
έχεις ρυθμιστεί
είσαι ρυθμισμένος, -η
έχετε ρυθμιστεί
είστε ρυθμισμένοι, -ες
έχει ρυθμίσει
έχει ρυθμισμένο
έχουν ρυθμίσει
έχουν ρυθμισμένο
έχει ρυθμιστεί
είναι ρυθμισμένος, -η, -ο
έχουν ρυθμιστεί
είναι ρυθμισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ρυθμίσει
είχα ρυθμισμένο
είχαμε ρυθμίσει
είχαμε ρυθμισμένο
είχα ρυθμιστεί
ήμουν ρυθμισμένος, -η
είχαμε ρυθμιστεί
ήμαστε ρυθμισμένοι, -ες
είχες ρυθμίσει
είχες ρυθμισμένο
είχατε ρυθμίσει
είχατε ρυθμισμένο
είχες ρυθμιστεί
ήσουν ρυθμισμένος, -η
είχατε ρυθμιστεί
ήσαστε ρυθμισμένοι, -ες
είχε ρυθμίσει
είχε ρυθμισμένο
είχαν ρυθμίσει
είχαν ρυθμισμένο
είχε ρυθμιστεί
ήταν ρυθμισμένος, -η, -ο
είχαν ρυθμιστεί
ήταν ρυθμισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ρυθμίζωθα ρυθμίζουμε, θα ρυθμίζομεθα ρυθμίζομαιθα ρυθμιζόμαστε
θα ρυθμίζειςθα ρυθμίζετεθα ρυθμίζεσαιθα ρυθμίζεστε, θα ρυθμιζόσαστε
θα ρυθμίζειθα ρυθμίζουν(ε)θα ρυθμίζεταιθα ρυθμίζονται
Fut
ur
θα ρυθμίσωθα ρυθμίσουμε, θα ρυθμίζομεθα ρυθμιστώθα ρυθμιστούμε
θα ρυθμίσειςθα ρυθμίσετεθα ρυθμιστείςθα ρυθμιστείτε
θα ρυθμίσειθα ρυθμίσουν(ε)θα ρυθμιστείθα ρυθμιστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ρυθμίσει
θα έχω ρυθμισμένο
θα έχουμε ρυθμίσει
θα έχουμε ρυθμισμένο
θα έχω ρυθμιστεί
θα είμαι ρυθμισμένος, -η
θα έχουμε ρυθμιστεί
θα είμαστε ρυθμισμένοι, -ες
θα έχεις ρυθμίσει
θα έχεις ρυθμισμένο
θα έχετε ρυθμίσει
θα έχετε ρυθμισμένο
θα έχεις ρυθμιστεί
θα είσαι ρυθμισμένος, -η
θα έχετε ρυθμιστεί
θα είστε ρυθμισμένοι, -ες
θα έχει ρυθμίσει
θα έχει ρυθμισμένο
θα έχουν ρυθμίσει
θα έχουν ρυθμισμένο
θα έχει ρυθμιστεί
θα είναι ρυθμισμένος, -η, -ο
θα έχουν ρυθμιστεί
θα είναι ρυθμισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ρυθμίζωνα ρυθμίζουμε, να ρυθμίζομενα ρυθμίζομαινα ρυθμιζόμαστε
να ρυθμίζειςνα ρυθμίζετενα ρυθμίζεσαινα ρυθμίζεστε, να ρυθμιζόσαστε
να ρυθμίζεινα ρυθμίζουν(ε)να ρυθμίζεταινα ρυθμίζονται
Aoristνα ρυθμίσωνα ρυθμίσουμε, να ρυθμίσομενα ρυθμιστώνα ρυθμιστούμε
να ρυθμίσειςνα ρυθμίσετενα ρυθμιστείςνα ρυθμιστείτε
να ρυθμίσεινα ρυθμίσουν(ε)να ρυθμιστείνα ρυθμιστούν(ε)
Perfνα έχω ρυθμίσει
να έχω ρυθμισμένο
να έχουμε ρυθμίσει
να έχουμε ρυθμισμένο
να έχω ρυθμιστεί
να είμαι ρυθμισμένος, -η
να έχουμε ρυθμιστεί
να είμαστε ρυθμισμένοι, -ες
να έχεις ρυθμίσει
να έχεις ρυθμισμένο
να έχετε ρυθμίσει
να έχετε ρυθμισμένο
να έχεις ρυθμιστεί
να είσαι ρυθμισμένος, -η
να έχετε ρυθμιστεί
να είστε ρυθμισμένοι, -ες
να έχει ρυθμίσει
να έχει ρυθμισμένο
να έχουν ρυθμίσει
να έχουν ρυθμισμένο
να έχει ρυθμιστεί
να είναι ρυθμισμένος, -η, -ο
να έχουν ρυθμιστεί
να είναι ρυθμισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presρύθμιζερυθμίζετερυθμίζεστε
Aoristρύθμισερυθμίστερυθμίσουρυθμιστείτε
Part
izip
Presρυθμίζονταςρυθμιζόμενος
Perfέχοντας ρυθμίσει, έχοντας ρυθμισμένορυθμισμένος, -η, -ορυθμισμένοι, -ες, -α
InfinAoristρυθμίσειρυθμιστεί













Griechische Definition zu ρυθμίζω

ρυθμίζω [riθmízo] -ομαι : 1α.κάνω κτ. να λειτουργεί ή να κινείται με έναν ορισμένο ρυθμό, κανονικό ή αναγκαίο: ρυθμίζω τη μηχανή. || τοποθετώ κτ. σε μια ορισμένη θέση, διάταξη, για να λειτουργήσει καλά: ρυθμίζω το διάφραγμα μιας φωτογραφικής μηχανής. β. δίνω σε μια κίνηση ή ενέργεια έναν ορισμένο ρυθμό που πρέπει να είναι ή που είναι ο κανονικός: ρυθμίζω το βήμα μου / την ταχύτητα μιας μηχανής. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback