προκαλώ Verb  [prokalo, prokalw]

  Verb
(6)
  Verb
(6)
(5)
  Verb
(2)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu προκαλώ

προκαλώ altgriechisch προκαλέω / προκαλῶ πρό + καλέω / καλῶ


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.


Grammatik

Grammatik zu προκαλώ

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
προκαλώπροκαλούμεπροκαλούμαιπροκαλούμαστε
προκαλείςπροκαλείτεπροκαλείσαιπροκαλείστε
προκαλείπροκαλούν(ε)προκαλείταιπροκαλούνται
Imper
fekt
προκαλούσαπροκαλούσαμε
προκαλούσεςπροκαλούσατε
προκαλούσεπροκαλούσαν(ε)προκαλούνταν, προκαλείτοπροκαλούνταν, προκαλούντο
Aoristπροκάλεσαπροκαλέσαμεπροκλήθηκαπροκληθήκαμε
προκάλεσεςπροκαλέσατεπροκλήθηκεςπροκληθήκατε
προκάλεσεπροκάλεσαν, προκαλέσαν(ε)προκλήθηκεπροκλήθηκαν, προκληθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω προκαλέσειέχουμε προκαλέσειέχω προκληθείέχουμε προκληθεί
έχεις προκαλέσειέχετε προκαλέσειέχεις προκληθείέχετε προκληθεί
έχει προκαλέσειέχουν προκαλέσειέχει προκληθείέχουν προκληθεί
Plu
perf
ekt
είχα προκαλέσειείχαμε προκαλέσειείχα προκληθείείχαμε προκληθεί
είχες προκαλέσειείχατε προκαλέσειείχες προκληθείείχατε προκληθεί
είχε προκαλέσειείχαν προκαλέσειείχε προκληθείείχαν προκληθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα προκαλώθα προκαλούμεθα προκαλούμαιθα προκαλούμαστε
θα προκαλείςθα προκαλείτεθα προκαλείσαιθα προκαλείστε
θα προκαλείθα προκαλούν(ε)θα προκαλείταιθα προκαλούνται
Fut
ur
θα προκαλέσωθα προκαλέσουμε, θα προκαλέσομεθα προκληθώθα προκληθούμε
θα προκαλέσειςθα προκαλέσετεθα προκληθείςθα προκληθείτε
θα προκαλέσειθα προκαλέσουν(ε)θα προκληθείθα προκληθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω προκαλέσειθα έχουμε προκαλέσειθα έχω προκληθείθα έχουμε προκληθεί
θα έχεις προκαλέσειθα έχετε προκαλέσειθα έχεις προκληθείθα έχετε προκληθεί
θα έχει προκαλέσειθα έχουν προκαλέσειθα έχει προκληθείθα έχουν προκληθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να προκαλώνα προκαλούμενα προκαλούμαινα προκαλούμαστε
να προκαλείςνα προκαλείτενα προκαλείσαινα προκαλείστε
να προκαλείνα προκαλούν(ε)να προκαλείταινα προκαλούνται
Aoristνα προκαλέσωνα προκαλέσουμε, να προκαλέσομενα προκληθώνα προκληθούμε
να προκαλέσειςνα προκαλέσετενα προκληθείςνα προκληθείτε
να προκαλέσεινα προκαλέσουν(ε)να προκληθείνα προκληθούν(ε)
Perfνα έχω προκαλέσεινα έχουμε προκαλέσεινα έχω προκληθείνα έχουμε προκληθεί
να έχεις προκαλέσεινα έχετε προκαλέσεινα έχεις προκληθείνα έχετε προκληθεί
να έχει προκαλέσεινα έχουν προκαλέσεινα έχει προκληθείνα έχουν προκληθεί
Imper
ativ
Presπροκαλείτεπροκαλείστε
Aoristπροκάλεσεπροκαλέστε, προκαλέσετεπροκληθείτε
Part
izip
Presπροκαλώνταςπροκαλούμενος
Perfέχοντας προκαλέσει
InfinAoristπροκαλέσειπροκληθεί





















Griechische Definition zu προκαλώ

προκαλώ [prokaló] -ούμαι παθ. αόρ. προκλήθηκα, απαρέμφ. προκληθεί : 1. πιέζω, ωθώ, ερεθίζω κπ. (με λόγια, ενέργειες, συμπεριφορά) να κάνει κτ., να αντιδράσει: Tον προκάλεσε σε δημόσια συζήτηση / σε αναμέτρηση / σε μονομαχία. Προκλήθηκε να μιλήσει / να απαντήσει. Mη με προκαλείς, γιατί θα σε χτυπήσω. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback