πρήζω Verb  [prizo, prhzw]

  Verb
(3)
(1)

Etymologie zu πρήζω

πρήζω altgriechisch πρήθω


GriechischDeutsch
Συγγνώμη που σε πρήζω.Ich will dich ja nicht nerven.

Übersetzung nicht bestätigt

Δεν...δεν θα έπρεπε να σε πρήζω με αυτά.Ich sollte dich damit nicht nerven.

Übersetzung nicht bestätigt

Δεν θέλω να σε πρήζω, απλά...Ich will dich nicht nerven, aber...

Übersetzung nicht bestätigt



Grammatik

Grammatik zu πρήζω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
πρήζωπρήζουμε, πρήζομεπρήζομαιπρηζόμαστε
πρήζειςπρήζετεπρήζεσαιπρήζεστε, πρηζόσαστε
πρήζειπρήζουν(ε)πρήζεταιπρήζονται
Imper
fekt
έπρηζαπρήζαμεπρηζόμουν(α)πρηζόμαστε, πρηζόμασταν
έπρηζεςπρήζατεπρηζόσουν(α)πρηζόσαστε, πρηζόσασταν
έπρηζεέπρηζαν, πρήζαν(ε)πρηζόταν(ε)πρήζονταν, πρηζόντανε, πρηζόντουσαν
Aoristέπρηξαπρήξαμεπρήστηκαπρηστήκαμε
έπρηξεςπρήξατεπρήστηκεςπρηστήκατε
έπρηξεέπρηξαν, πρήξαν(ε)πρήστηκεπρήστηκαν, πρηστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω πρήξει
έχω πρησμένο
έχουμε πρήξει
έχουμε πρησμένο
έχω πρηστεί
είμαι πρησμένος, -η
έχουμε πρηστεί
είμαστε πρησμένοι, -ες
έχεις πρήξει
έχεις πρησμένο
έχετε πρήξει
έχετε πρησμένο
έχεις πρηστεί
είσαι πρησμένος, -η
έχετε πρηστεί
είχε πρησμένοι, -ες
έχει πρήξει
έχει πρησμένο
έχουν πρήξει
έχουν πρησμένο
έχει πρηστεί
είναι πρησμένος, -η, -ο
έχουν πρηστεί
είναι πρησμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα πρήξει
είχα πρησμένο
είχαμε πρήξει
είχαμε πρησμένο
είχα πρηστεί
ήμουν πρησμένος, -η
είχαμε πρηστεί
ήμαστε πρησμένοι, -ες
είχες πρήξει
είχες πρησμένο
είχατε πρήξει
είχατε πρησμένο
είχες πρηστεί
ήσουν πρησμένος, -η
είχατε πρηστεί
ήσαστε πρησμένοι, -ες
είχε πρήξει
είχε πρησμένο
είχαν πρήξει
είχαν πρησμένο
είχε πρηστεί
ήταν πρησμένος, -η, -ο
είχαν πρηστεί
ήταν πρησμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα πρήζωθα πρήζουμε, θα πρήζομεθα πρήζομαιθα πρηζόμαστε
θα πρήζειςθα πρήζετεθα πρήζεσαιθα πρήζεστε, θα πρηζόσαστε
θα πρήζειθα πρήζουν(ε)θα πρήζεταιθα πρήζονται
Fut
ur
θα πρήξωθα πρήξουμε, θα πρήξομεθα πρηστώθα πρηστούμε
θα πρήξειςθα πρήξετεθα πρηστείςθα πρηστείτε
θα πρήξειθα πρήξουν(ε)θα πρηστείθα πρηστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω πρήξει
θα έχω πρησμένο
θα έχουμε πρήξει
θα έχουμε πρησμένο
θα έχω πρηστεί
θα είμαι πρησμένος, -η
θα έχουμε πρηστεί
θα είμαστε πρησμένοι, -ες
θα έχεις πρήξει
θα έχεις πρησμένο
θα έχετε πρήξει
θα έχετε πρησμένο
θα έχεις πρηστεί
θα είσαι πρησμένος, -η
θα έχετε πρηστεί
θα είχε πρησμένοι, -ες
θα έχει πρήξει
θα έχει πρησμένο
θα έχουν πρήξει
θα έχουν πρησμένο
θα έχει πρηστεί
θα είναι πρησμένος, -η, -ο
θα έχουν πρηστεί
θα είναι πρησμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να πρήζωνα πρήζουμε, να πρήζομενα πρήζομαινα πρηζόμαστε
να πρήζειςνα πρήζετενα πρήζεσαινα πρήζεστε, να πρηζόσαστε
να πρήζεινα πρήζουν(ε)να πρήζεταινα πρήζονται
Aoristνα πρήξωνα πρήξουμε, να πρήξομενα πρηστώνα πρηστούμε
να πρήξειςνα πρήξετενα πρηστείςνα πρηστείτε
να πρήξεινα πρήξουν(ε)να πρηστείνα πρηστούν(ε)
Perf να έχω πρήξει
να έχω πρησμένο
να έχουμε πρήξει
να έχουμε πρησμένο
να έχω πρηστεί
να είμαι πρησμένος, -η
να έχουμε πρηστεί
να είμαστε πρησμένοι, -ες
να έχεις πρήξει
να έχεις πρησμένο
να έχετε πρήξει
να έχετε πρησμένο
να έχεις πρηστεί
να είσαι πρησμένος, -η
να έχετε πρηστεί
να είχε πρησμένοι, -ες
να έχει πρήξει
να έχει πρησμένο
να έχουν πρήξει
να έχουν πρησμένο
να έχει πρηστεί
να είναι πρησμένος, -η, -ο
να έχουν πρηστεί
να είναι πρησμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presπρήζεπρήζετεπρήζεστε
Aoristπρήξεπρήξτε, πρήστεπρήξουπρηστείτε
Part
izip
Presπρήζοντας
Perfέχοντας πρήξει, έχοντας πρησμένοπρησμένος, -η, -οπρησμένοι, -ες, -α
InfinAoristπρήξειπρηστεί





Griechische Definition zu πρήζω

πρήζω [prízo] -ομαι παθ. αόρ. και πρήστηκα, απαρέμφ. και πρηστεί, μππ. πρησμένος στη σημ. 1 : 1. κάνω κτ. να φουσκώσει, να διογκωθεί, προκαλώ οίδημα: Tου ΄δωσε μια γροθιά και του ΄πρηξε το μάτι. Πρήστηκε το χέρι μου / το πόδι μου. Πρήστηκε ολόκληρος από το τσίμπημα της σφήκας. Tο δόντι της είναι πρησμένο. Πρήστηκε η κοιλιά μου απ΄ το πολύ φαΐ. Είναι σαν πρησμένος απ΄ το πολύ πάχος. Ξύπνησε με τα μάτια πρησμένα από τον ύπνο. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback