πνίγω Verb  [pnigo, pniro, pnigw]

  Verb
(3)
  Verb
(2)
  Verb
(2)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu πνίγω

πνίγω altgriechisch πνίγω indoeuropäisch (Wurzel) *pnew- (αναπνέω)


GriechischDeutsch
Να στραγγαλίζω, να πνίγω κάποιον, να λιώνω τη ζωή του με τα ίδια μου τα χέρια;Einen erwürgen, ersticken sein Leben mit bloßen Händen auszulöschen!

Übersetzung nicht bestätigt

Το "κάνουμε παρέα" σημαίνει "σε πνίγω";Heißt "was machen", dass ich dich erwürgen darf?

Übersetzung nicht bestätigt

Ξέρεις, αυστηρά μιλώντας, είναι δική μου δουλειά να πνίγω το προσωπικό.Wisst ihr, genau genommen, ist es mein Job die Mitarbeiter zu erwürgen.

Übersetzung nicht bestätigt



Grammatik

Grammatik zu πνίγω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
πνίγωπνίγουμε, πνίγομεπνίγομαιπνιγόμαστε
πνίγειςπνίγετεπνίγεσαιπνίγεστε, πνιγόσαστε
πνίγειπνίγουν(ε)πνίγεταιπνίγονται
Imper
fekt
έπνιγαπνίγαμεπνιγόμουν(α)πνιγόμαστε, πνιγόμασταν
έπνιγεςπνίγατεπνιγόσουν(α)πνιγόσαστε, πνιγόσασταν
έπνιγεέπνιγαν, πνίγαν(ε)πνιγόταν(ε)πνίγονταν, πνιγόντανε, πνιγόντουσαν
Aoristέπνιξαπνίξαμεπνίγηκαπνιγήκαμε
έπνιξεςπνίξατεπνίγηκεςπνιγήκατε
έπνιξεέπνιξαν, πνίξαν(ε)πνίγηκεπνίγηκαν, πνιγήκαν(ε)
Per
fekt
έχω πνίξει
έχω πνιγμένο
έχουμε πνίξει
έχουμε πνιγμένο
έχω πνιγεί
είμαι πνιγμένος, -η
έχουμε πνιγεί
είμαστε πνιγμένοι, -ες
έχεις πνίξει
έχεις πνιγμένο
έχετε πνίξει
έχετε πνιγμένο
έχεις πνιγεί
είσαι πνιγμένος, -η
έχετε πνιγεί
είστε πνιγμένοι, -ες
έχει πνίξει
έχει πνιγμένο
έχουν πνίξει
έχουν πνιγμένο
έχει πνιγεί
είναι πνιγμένος, -η, -ο
έχουν πνιγεί
είναι πνιγμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα πνίξει
είχα πνιγμένο
είχαμε πνίξει
είχαμε πνιγμένο
είχα πνιγεί
ήμουν πνιγμένος, -η
είχαμε πνιγεί
ήμαστε πνιγμένοι, -ες
είχες πνίξει
είχες πνιγμένο
είχατε πνίξει
είχατε πνιγμένο
είχες πνιγεί
ήσουν πνιγμένος, -η
είχατε πνιγεί
ήσαστε πνιγμένοι, -ες
είχε πνίξει
είχε πνιγμένο
είχαν πνίξει
είχαν πνιγμένο
είχε πνιγεί
ήταν πνιγμένος, -η, -ο
είχαν πνιγεί
ήταν πνιγμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα πνίγωθα πνίγουμε, θα πνίγομεθα πνίγομαιθα πνιγόμαστε
θα πνίγειςθα πνίγετεθα πνίγεσαιθα πνίγεστε, θα πνιγόσαστε
θα πνίγειθα πνίγουν(ε)θα πνίγεταιθα πνίγονται
Fut
ur
θα πνίξωθα πνίξουμε, θα πνίξομεθα πνιγώθα πνιγούμε
θα πνίξειςθα πνίξετεθα πνιγείςθα πνιγείτε
θα πνίξειθα πνίξουν(ε)θα πνιγείθα πνιγούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω πνίξει
θα έχω πνιγμένο
θα έχουμε πνίξει
θα έχουμε πνιγμένο
θα έχω πνιγεί
θα είμαι πνιγμένος, -η
θα έχουμε πνιγεί
θα είμαστε πνιγμένοι, -ες
θα έχεις πνίξει
θα έχεις πνιγμένο
θα έχετε πνίξει
θα έχετε πνιγμένο
θα έχεις πνιγεί
θα είσαι πνιγμένος, -η
θα έχετε πνιγεί
θα είστε πνιγμένοι, -ες
θα έχει πνίξει
θα έχει πνιγμένο
θα έχουν πνίξει
θα έχουν πνιγμένο
θα έχει πνιγεί
θα είναι πνιγμένος, -η, -ο
θα έχουν πνιγεί
θα είναι πνιγμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να πνίγωνα πνίγουμε, να πνίγομενα πνίγομαινα πνιγόμαστε
να πνίγειςνα πνίγετενα πνίγεσαινα πνίγεστε, να πνιγόσαστε
να πνίγεινα πνίγουν(ε)να πνίγεταινα πνίγονται
Aoristνα πνίξωνα πνίξουμε, να πνίξομενα πνιγώνα πνιγούμε
να πνίξειςνα πνίξετενα πνιγείςνα πνιγείτε
να πνίξεινα πνίξουν(ε)να πνιγείνα πνιγούν(ε)
Perfνα έχω πνίξει
να έχω πνιγμένο
να έχουμε πνίξει
να έχουμε πνιγμένο
να έχω πνιγεί
να είμαι πνιγμένος, -η
να έχουμε πνιγεί
να είμαστε πνιγμένοι, -ες
να έχεις πνίξει
να έχεις πνιγμένο
να έχετε πνίξει
να έχετε πνιγμένο
να έχεις πνιγεί
να είσαι πνιγμένος, -η
να έχετε πνιγεί
να είστε πνιγμένοι, -ες
να έχει πνίξει
να έχει πνιγμένο
να έχουν πνίξει
να έχουν πνιγμένο
να έχει πνιγεί
να είναι πνιγμένος, -η, -ο
να έχουν πνιγεί
να είναι πνιγμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presέπνιγεπνίγετεπνίγεστε
Aoristέπνιξεπνίξτε, πνίχτεπνίξουπνιγείτε
Part
izip
Presπνίγοντας
Perfέχοντας πνίξει, έχοντας πνιγμένοπνιγμένος, -η, -οπνιγμένοι, -ες, -α
InfinAoristπνίξειπνιγεί















Griechische Definition zu πνίγω

πνίγω [pníγo] -ομαι παθ. αόρ. και πνίγηκα, απαρέμφ. και πνιγεί : Iα. (για άνθρ. ή ζώο) προκαλώ θάνατο από ασφυξία εμποδίζονας την αναπνοή (για στραγγαλισμό, βύθιση μέσα σε νερό, εισπνοή δηλητηριωδών αερίων κτλ.): Tην έπνιξε με τα ίδια του τα χέρια / μ΄ ένα σκοινί / μ΄ ένα μαξιλάρι. H αλεπού έπνιξε τις κότες. Πνίγηκε στη θάλασσα / στο ποτάμι / ενώ κολυμπούσε. Πνίγηκε από τους καπνούς / από τις αναθυμιάσεις, έσκασε. || (προφ., ως απειλή): Φύγε, γιατί θα σε πνίξω! || (προφ.): Άντε πνίξου!, φύγε, παράτα με. Δεν πά(ει) να πνιγεί!, αδιαφορώ, δε με νοιάζει για κπ. ή για κτ. ΦΡ πνίγομαι σε μια κουταλιά νερό* / στα ρηχά*. ΠAΡ Ο πνιγμένος από τα μαλλιά* του πιάνεται. || (επέκτ.) εμποδίζω για λίγο την αναπνοή: M΄ έπνιξε ένα κόκαλο. Στραβοκατάπια και πνίγηκα. β. (για φυτά) εμποδίζω την ανάπτυξη: Tα ζιζάνια έπνιξαν τα στάχυα. II. (μτφ.) 1. εμποδίζω κτ. να εκδηλωθεί, να εκφραστεί: πνίγω τη φωνή / το βήχα / τον πόνο / τα συναισθήματά μου. πνίγω ένα χασμουρητό. πνίγω ένα σκάνδαλο / μια παρανομία, συγκαλύπτω. Έπνιξε μια βλαστήμια, που ανέβηκε στο στόμα του. Tο παχύ χαλί έπνιγε τον ήχο των βημάτων τους. Έπνιξε τον πόνο του στο κρασί. ΦΡ πνίγω κτ. στο αίμα, καταστέλλω βίαια: H ανταρσία / η επανάσταση πνίγηκε στο αίμα. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback