πετυχαίνω Verb  [peticheno, petyxainw]

  Verb
(6)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu πετυχαίνω

πετυχαίνω mittelgriechisch πετυχαίνω altgriechisch ἐπιτυγχάνω


GriechischDeutsch
Για να πετυχαίνω ό,τι σημαδεύω.Weil ich mein Ziel immer treffen will.

Übersetzung nicht bestätigt

-Περίεργο που σε πετυχαίνω εδώ.So ein Zufall, euch zu treffen.

Übersetzung nicht bestätigt

Παράξενο που σε πετυχαίνω στο δρόμο.Eigenartig, sich so auf der Straße zu treffen.

Übersetzung nicht bestätigt

Τσαντίζομαι, σκέφτομαι άλλα, αλλά πετυχαίνω το στόχο.Ich kann mir das erlauben. Ich könnte außer mir sein, ich würde immer noch treffen.

Übersetzung nicht bestätigt

Τον Τζίνο τον πετυχαίνω καμιά φορά στο γραφείο, με τη διαφορά ότι στο γραφείο μου, μας αλείφουν με λαδάκι πριν ξεκινήσουμε.Gino und ich sind doch nur Kollegen, die sich immer im Studio treffen, es sei denn, sie wollen uns vor dem Shooting noch mit Babyöl einschmieren.

Übersetzung nicht bestätigt



Grammatik

Grammatik zu πετυχαίνω

Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
πετυχαίνω, epitugxano">επιτυγχάνωπετυχαίνουμε
πετυχαίνειςπετυχαίνετε
πετυχαίνειπετυχαίνουν(ε)
Imper
fekt
πετύχαιναπετυχαίναμε
πετύχαινεςπετυχαίνατε
πετύχαινεπετύχαιναν, πετυχαίναν(ε)
Aoristπέτυχαπετύχαμε
πέτυχεςπετύχατε
πέτυχεπέτυχαν, πετύχαν(ε)
Per
fekt
έχω πετύχειέχουμε πετύχει
έχεις πετύχειέχετε πετύχει
έχει πετύχειέχουν πετύχει
Plu
per
fekt
είχα πετύχειείχαμε πετύχει
είχες πετύχειείχατε πετύχει
είχε πετύχειείχαν πετύχει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα πετυχαίνωθα πετυχαίνουμε
θα πετυχαίνειςθα πετυχαίνετε
θα πετυχαίνειθα πετυχαίνουν(ε)
Fut
ur
θα πετύχωθα πετύχουμε
θα πετύχειςθα πετύχετε
θα πετύχειθα πετύχουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω πετύχειθα έχουμε πετύχει
θα έχεις πετύχειθα έχετε πετύχει
θα έχει πετύχειθα έχουν πετύχει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να πετυχαίνωνα πετυχαίνουμε
να πετυχαίνειςνα πετυχαίνετε
να πετυχαίνεινα πετυχαίνουν(ε)
Aoristνα πετύχωνα πετύχουμε
να πετύχειςνα πετύχετε
να πετύχεινα πετύχουν(ε)
Perfνα έχω πετύχεινα έχουμε πετύχει
να έχεις πετύχεινα έχετε πετύχει
να έχει πετύχεινα έχουν πετύχει
Imper
ativ
Presπετυχαίνεπετυχαίνετε
Aoristπέτυχεπετύχετε
Part
izip
Presπετυχαίνοντας
Perfέχοντας πετύχει
InfinAoristπετύχει

















Griechische Definition zu πετυχαίνω

πετυχαίνω [petixéno] Ρ αόρ. πέτυχα, απαρέμφ. πετύχει, μππ. πετυχημένος* : 1α. φτάνω στο επιδιωκόμενο, στο επιθυμητό αποτέλεσμα, χάρη στις προσπάθειες ή στις ικανότητές μου. ANT αποτυχαίνω: Πέτυχε στις εξετάσεις. Δεν πέτυχε να μπει στο πανεπιστήμιο, δεν τα κατάφερε. Είναι αποφασισμένος να πετύχει στη ζωή του. Δεν πέτυχε το πείραμα. πετυχαίνω το σκοπό μου. H ιδέα σου είναι καλή, μα δε νομίζω ότι θα πετύχει. || Δεν πέτυχε να εκλεγεί βουλευτής. Tελικά πέτυχαν να ανατρέψουν την κυβέρνη ση. Πέτυχε να διακριθεί στη δουλειά του. β. για κτ. του οποίου η έκβαση είναι η επιθυμητή, για κτ. που στέφεται από επιτυχία: Πέτυχε η εγχείρηση / η παράσταση. ΦΡ η εγχείρηση* πέτυχε αλλά ο ασθενής απέθανε. || για κτ. το οποίο εκτελείται καλά, που ολοκληρώνεται σωστά, όπως θα έπρε πε: Πέτυχε το γλυκό / το φουστάνι. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback