ορθός Adj.  [orthos]

  Adj.
(19)
  Adj.
(5)
  Adj.
(2)

Etymologie zu ορθός

ορθός altgriechisch ὀρθός ϝορθϝός proto-indogermanisch *worHdʰ- *h₃er- (σηκώνω) +‎ *dʰeh₁- (τοποθετώ)


GriechischDeutsch
Ο ορθός προσδιορισμός του “αντιπαραδείγματος” είναι το κλειδί για να διαπιστωθεί κατά πόσον η κρατική ενίσχυση αποτελεί ή όχι κίνητρο.Um festzustellen, ob eine Beihilfe einen Anreizeffekt hat oder nicht, ist es äußerst wichtig, die kontrafaktische Fallkonstellation richtig zu bestimmen.

Übersetzung bestätigt

4.2 Είναι, σαφέστατα, απαραίτητος ο ορθός καθορισμός του πεδίου εφαρμογής της ηλεκτρονικής δικαιοσύνης.4.2 Zunächst ist es unerlässlich, den Bereich der "E-Justiz" richtig abzugrenzen.

Übersetzung bestätigt

4.2 Πρώτα απ’ όλα, είναι απαραίτητος ο ορθός καθορισμός του πεδίου εφαρμογής της ηλεκτρονικής δικαιοσύνης.4.2 Zunächst ist es unerlässlich, den Bereich der "E-Justiz" richtig abzugrenzen.

Übersetzung bestätigt

Με το άρθρο 5, παράγραφος 2, διασφαλίζεται ότι γίνεται ορθός υπολογισμός του απαραίτητου ή κατάλληλου ποσού ενίσχυσης που θα χορηγηθεί βάσει οποιασδήποτε διάταξης του προτεινόμενου κανονισμού, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις ενισχύσεις που χορηγούνται για τον ίδιο σκοπό βάσει άλλων διατάξεων της κοινοτικής νομοθεσίας.Artikel 5 Absatz 2 sorgt dafür, daß die erforderliche, angemessene Höhe der Beihilfe, die gemäß einer der Bestim­mungen der vorgeschlagenen Verordnung gewährt wird, richtig berechnet wird, indem Beihilfen, die zu demselben Zweck nach einer anderen Bestimmung des Gemeinschaftsrechts gewährt wurden, in Betracht gezogen werden.

Übersetzung bestätigt

Η Επιτροπή πρέπει να εξετάσει εάν η συνέχιση της επιδίωξης αυτού του πολιτικά ευαίσθητου και καθόλου δημοφιλούς στο κοινό στόχου είναι λογικός και ορθός τρόπος δράσης.Die Kommission muss prüfen, ob es sinnvoll und richtig ist, dieses politisch heikle und in der Öffentlichkeit unpopuläre Ziel weiterzuverfolgen.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung

Grammatik

Noch keine Grammatik zu ορθός.



Griechische Definition zu ορθός

ορθός, επίθ.· ορτός.

1)
α) Σε όρθια θέση, κάθετος, κατακόρυφος:
(Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 282r), (Ορνεοσ. αγρ. 5507
έκαμεν τα σανίδια για το μίσκαν ξύλα εδρινά ορτά (Πεντ. Έξ. XXXVI 20
(εδώ προκ. για την τεχνική της ορθομαρμάρωσης):
εναι κτισμένος (ενν. ο Άγιος Τάφος του Χριστού) μετά μαρμάρων ορθών (Προσκυν. Λαύρ. 874 958
β) (προκ. για άνθρωπο) που στέκεται στα πόδια του, όρθιος:
(Ιστ. πατρ. 17317), (Κορών., Μπούας 77
(εδώ σε μεταφ.):
ημέρα και νύχτα έστεκεν ορθός απάνω εις την υψηλήν σκοπιάν της εκκλησίας του Χριστού (Χίκα, Μονωδ. 3673‑74
γ) (προκ. για ανάστημα) στητός:
Εβασίλευσεν … (ενν. ο Αλέξιος) … έχων το ήθος χάριεν και την ηλικίαν ορθήν (Παράφρ. Χων. (v. Dieten) III 61).
2) Ίσιος, ευθύγραμμος:
(Σοφιαν., Παιδαγ. 100), (Ιερακοσ. 3519, 49923).
3) (Προκ. για κούπα) ψηλός:
κούπαν ορθήν ολόχρυσην (Φλώρ. 985).
4) Μεταφ.
α) αληθινός, γνήσιος:
(Λίβ. Esc. 3766
θαύμα παράδοξον, έργον ορθής αγάπης (Διγ. Gr. 927
β) ειλικρινής:
εξομολόγησιν ορθήν ποίησον (Συναξ. γαδ. 105
γ) σταθερός, ακλόνητος:
προς τον βασιλέα πίστιν ορθήν έχοντα (Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 342· Φαλιέρ., Ιστ. 347
δ) πιστός:
φίλε καλέ … ορθέ εις τούς αγαπήσεις (Λίβ. Sc. 3041
ε) συνεπής στην αποστολή του:
Τάχα πού ορθός ει (ενν. ιερέα) επί πάσαν σου τάξιν, ό υπεσχέθης …; (Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. IV 115
στ) σωστός, συνετός:
(Αλφ. (Μπουμπ.) I 78
άνθρωπος ορθός και δίκαιος εις την κρίσιν του (Διηγ. Αλ. V 20817
ζ) έντιμος, ενάρετος:
(Μαχ. 53429
τον εύτακτον και ορθόν βίον, με τον οποίον κυβερνώνται οι καλοί … άνθρωποι (Σοφιαν., Παιδαγ. 103
η) πρόθυμος:
την βλέπει (ενν. την εδικήν του) φρόνιμη και ορθή στην όρεξίν του (Φαλιέρ. Ιστ. 600).
5) Ορθόδοξος:
Έξω να εβγήκε κανείς από τον νου του, … όποιος ειπεί … ότι ο Θεός αφήνει την ορθήν εκκλησίαν να ερημάσει … (Ροδινός 150).
Το αρσ. ως ουσ. = παραστάδα πόρτας:
να πάρουν από το αίμα του προβάτου και να το βάλουν εις τους δύο ορθούς … της πόρτας (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 165v).
Το ουδ. σε επιρρ. χρ. = κάθετα:
σχίσον ορθόν ηρέμα το πτερόν (ενν. του ιέρακος) (Ιερακοσ. 47525).
[αρχ. επίθ. ορθός. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback