οδηγώ Verb  [odigo, odiro, othigo, odhgw]

  Verb
(229)
  Verb
(7)
  Verb
(5)
  Verb
(1)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu οδηγώ

οδηγώ altgriechisch ὁδηγῶ ὁδός + -ηγῶ ( ἄγω, με έκταση του πρώτου φωνήεντος )


GriechischDeutsch
Και επί δυο χρόνια, πολεμούσα με το δίλημμα του να ξυπνάω στις 4:30 πμ τα πρωινά της Παρασκευής, να οδηγώ προς τη φυλακή, να κατεβαίνω, να βάζω γάντια, να απολυμαίνομαι, να ετοιμάζομαι για να παραλάβω το σώμα του εκτελεσθέντος φυλακισμένου, να αφαιρώ τα όργανα και μετά να τα μεταφέρω στο νοσοκομείο-αποδέκτη και μετά να μεταμοσχεύω το δώρο της ζωής στο λήπτη το ίδιο απόγευμα.Und für zwei Jahre kämpfte ich mit dem Dilemma morgens um 4:30 Uhr aufzustehen an einem Freitag morgen zum Gefägnis zu fahren runterzugehen, behandschuht und geschrubbt, bereit den Körper eines exekutierten Gefangenen zu erhalten, die Organe zu entfernen und dann diese Organe zu transportieren in das empfangende Krankenhaus und dann das Geschenk des Lebens am selben Nachmittag einem Empfänger zu transplantieren .

Übersetzung nicht bestätigt

Κατά κάποιο τρόπο έμαθα να οδηγώ μέσα από τα παιχνίδια.Man kann sagen, dass ich im Spiel gelernt habe zu fahren.

Übersetzung nicht bestätigt



Grammatik

Grammatik zu οδηγώ


AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
οδηγώ, odigao">οδηγάωοδηγούμεοδηγούμαιοδηγούμαστε
οδηγείςοδηγείτεοδηγείσαιοδηγείστε
οδηγείοδηγούν(ε)οδηγείταιοδηγούνται
Imper
fekt
οδηγούσαοδηγούσαμεοδηγούμουνοδηγούμαστε
οδηγούσεςοδηγούσατε
οδηγούσεοδηγούσαν(ε)οδηγούνταν, οδηγείτοοδηγούνταν, οδηγούντο
Aoristοδήγησαοδηγήσαμεοδηγήθηκαοδηγηθήκαμε
οδήγησεςοδηγήσατεοδηγήθηκεςοδηγηθήκατε
οδήγησεοδήγησαν, οδηγήσαν(ε)οδηγήθηκεοδηγήθηκαν, οδηγηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω οδηγήσει
έχω οδηγημένο
έχουμε οδηγήσει
έχουμε οδηγημένο
έχω οδηγηθεί
είμαι οδηγημένος, -η
έχουμε οδηγηθεί
είμαστε οδηγημένοι, -ες
έχεις οδηγήσει
έχεις οδηγημένο
έχετε οδηγήσει
έχετε οδηγημένο
έχεις οδηγηθεί
είσαι οδηγημένος, -η
έχετε οδηγηθεί
είστε οδηγημένοι, -ες
έχει οδηγήσει
έχει οδηγημένο
έχουν οδηγήσει
έχουν οδηγημένο
έχει οδηγηθεί
είναι οδηγημένος, -η, -ο
έχουν οδηγηθεί
είναι οδηγημένοι, -ές, -α
Plu
perf
ekt
είχα οδηγήσει
είχα οδηγημένο
είχαμε οδηγήσει
είχαμε οδηγημένο
είχα οδηγηθεί
ήμουν οδηγημένος, -η
είχαμε οδηγηθεί
ήμαστε οδηγημένοι, -ες
είχες οδηγήσει
είχες οδηγημένο
είχατε οδηγήσει
είχατε οδηγημένο
είχες οδηγηθεί
ήσουν οδηγημένος, -η
είχατε οδηγηθεί
ήσαστε οδηγημένοι, -ες
είχε οδηγήσει
είχε οδηγημένο
είχαν οδηγήσει
είχαν οδηγημένο
είχε οδηγηθεί
ήταν οδηγημένος, -η, -ο
είχαν οδηγηθεί
ήταν οδηγημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα οδηγώθα οδηγούμεθα οδηγούμαιθα οδηγούμαστε
θα οδηγείςθα οδηγείτεθα οδηγείσαιθα οδηγείστε
θα οδηγείθα οδηγούν(ε)θα οδηγείταιθα οδηγούνται
Fut
ur
θα οδηγήσωθα οδηγήσουμεθα οδηγηθώθα οδηγηθούμε
θα οδηγήσειςθα οδηγήσετεθα οδηγηθείςθα οδηγηθείτε
θα οδηγήσειθα οδηγήσουν(ε)θα οδηγηθείθα οδηγηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω οδηγήσει
θα έχω οδηγημένο
θα έχουμε οδηγήσει
θα έχουμε οδηγημένο
θα έχω οδηγηθεί
θα είμαι οδηγημένος, -η
θα έχουμε οδηγηθεί
θα είμαστε οδηγημένοι, -ες
θα έχεις οδηγήσει
θα έχεις οδηγημένο
θα έχετε οδηγήσει
θα έχετε οδηγημένο
θα έχεις οδηγηθεί
θα είσαι οδηγημένος, -η
θα έχετε οδηγηθεί
θα είστε οδηγημένοι, -η
θα έχει οδηγήσει
θα έχει οδηγημένο
θα έχουν οδηγήσει
θα έχουν οδηγημένο
θα έχει οδηγηθεί
θα είναι οδηγημένος, -η, -ο
θα έχουν οδηγηθεί
θα είναι οδηγημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να οδηγώνα οδηγούμενα οδηγούμαινα οδηγούμαστε
να οδηγείςνα οδηγείτενα οδηγείσαινα οδηγείστε
να οδηγείνα οδηγούν(ε)να οδηγείταινα οδηγούνται
Aoristνα οδηγήσωνα οδηγήσουμε, να οδηγήσομενα οδηγηθώνα οδηγηθούμε
να οδηγήσειςνα οδηγήσετενα οδηγηθείςνα οδηγηθείτε
να οδηγήσεινα οδηγήσουν(ε)να οδηγηθείνα οδηγηθούν(ε)
Perfνα έχω οδηγήσει
να έχω οδηγημένο
να έχουμε οδηγήσει
να έχουμε οδηγημένο
να έχω οδηγηθεί
να είμαι οδηγημένος, -η
να έχουμε οδηγηθεί
να είμαστε οδηγημένοι, -ες
να έχεις οδηγήσει
να έχεις οδηγημένο
να έχετε οδηγήσει
να έχετε οδηγημένο
να έχεις οδηγηθεί
να είσαι οδηγημένος, -η
να έχετε οδηγηθεί
να είστε οδηγημένοι, -ες
να έχει οδηγήσει
να έχει οδηγημένο
να έχουν οδηγήσει
να έχουν οδηγημένο
να έχει οδηγηθεί
να είναι οδηγημένος, -η, -ο
να έχουν οδηγηθεί
να είναι οδηγημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presοδηγείτεοδηγείστε
Aoristοδήγησεοδηγήστε, οδηγήσετεοδηγήσουοδηγηθείτε
Part
izip
Presοδηγώντας
Perfέχοντας οδηγήσει
έχοντας οδηγημένο
οδηγημένος, -η, -οοδηγημένοι, -ες, -α
InfinAoristοδηγήσειοδηγηθεί



Icon tools.svgDieser Eintrag oder Abschnitt bedarf einer Überarbeitung. Hilf bitte mit, ihn zu verbessern, und entferne anschließend diese Markierung.

Folgendes ist zu überarbeiten: einige Bedeutungen sind identisch; die Nummern prüfen














Griechische Definition zu οδηγώ

οδηγώ [oδiγó] -ούμαι : 1. συνοδεύω κπ. συνήθ. για να τον βοηθήσω να βρει και ιδίως να φτάσει στο μέρος που θέλει ή πρέπει: οδηγώ έναν τυφλό. Nα οδηγήσεις τον ξένο στο δωμάτιό του. οδηγώ το παιδί στο σχολείο / το άλο γο στο στάβλο. Mετά την καταδίκη του οδηγήθηκε στη φυλακή. (έκφρ.) οδηγώ κπ. στα δικαστήρια*. ΠAΡ Tυφλός* τυφλόν οδήγαγε κι ηύραν κι οι δυο τους λάκκο. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback