ξυπνώ Verb  [ksipno, ksypnw]

  Verb
(6)
  Verb
(1)
  Verb
(1)

Etymologie zu ξυπνώ

ξυπνώ mittelgriechisch ξυπνῶ Koine-Griechisch ἐξυπνόω / ἐξυπνῶ ἔξυπνος ἐξ + altgriechisch ὕπνος


GriechischDeutsch
Το πρωί ξυπνώ με τον Αβραάμ Λίνκολν, το βράδυ προτού κοιμηθώ σκέπτομαι τον Φραγκλίνο Ρούσβελτ.Morgens mit Abraham Lincoln aufwachen, an Franklin Roosevelt denken, wenn ich abends ins Bett ging.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu ξυπνώ

Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ξυπνάω, ξυπνώξυπνάμε, ξυπνούμε
ξυπνάςξυπνάτε
ξυπνάει, ξυπνάξυπνάν(ε), ξυπνούν(ε)
Imper
fekt
ξυπνούσα, ξύπναγαξυπνούσαμε, ξυπνάγαμε
ξυπνούσες, ξύπναγεςξυπνούσατε, ξυπνάγατε
ξυπνούσε, ξύπναγεξυπνούσαν(ε), ξύπναγαν, ξυπνάγανε
Aoristξύπνησαξυπνήσαμε
ξύπνησεςξυπνήσατε
ξύπνησεξύπνησαν, ξυπνήσαν(ε)
Perf
ekt
έχω ξυπνήσειέχουμε ξυπνήσει
έχεις ξυπνήσειέχετε ξυπνήσει
έχει ξυπνήσειέχουν ξυπνήσει
Plu
perf
ekt
είχα ξυπνήσειείχαμε ξυπνήσει
είχες ξυπνήσειείχατε ξυπνήσει
είχε ξυπνήσειείχαν ξυπνήσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ξυπνάω, θα ξυπνώθα ξυπνάμε, θα ξυπνούμε
θα ξυπνάςθα ξυπνάτε
θα ξυπνάει, θα ξυπνάθα ξυπνάν(ε), θα ξυπνούν(ε)
Fut
ur
θα ξυπνήσωθα ξυπνήσουμε, θα ξυπνήσομε
θα ξυπνήσειςθα ξυπνήσετε
θα ξυπνήσειθα ξυπνήσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ξυπνήσειθα έχουμε ξυπνήσει
θα έχεις ξυπνήσειθα έχετε ξυπνήσει
θα έχει ξυπνήσειθα έχουν ξυπνήσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ξυπνάω, να ξυπνώνα ξυπνάμε, να ξυπνούμε
να ξυπνάςνα ξυπνάτε
να ξυπνάει, να ξυπνάνα ξυπνάν(ε), να ξυπνούν(ε)
Aoristνα ξυπνήσωνα ξυπνήσουμε, να ξυπνήσομε
να ξυπνήσειςνα ξυπνήσετε
να ξυπνήσεινα ξυπνήσουν(ε)
Perfνα έχω ξυπνήσεινα έχουμε ξυπνήσει
να έχεις ξυπνήσεινα έχετε ξυπνήσει
να έχει ξυπνήσεινα έχουν ξυπνήσει
Imper
ativ
Presξύπνα, ξύπναγεξυπνάτε
Aoristξύπνησε, ξύπναξυπνήστε
Part
izip
Presξυπνώντας
Perfέχοντας ξυπνήσει
InfinAoristξυπνήσει







Person Wortform
Präsens ich wecke
du weckst
er, sie, es weckt
Präteritum ich weckte
Konjunktiv II ich weckte
Imperativ Singular wecke!
Plural weckt!
Perfekt Partizip II Hilfsverb
geweckt haben
Alle weiteren Formen: Flexion:wecken



Griechische Definition zu ξυπνώ

ξυπνώ [ksipnó] & -άω .1α : 1α.επανέρχομαι από την κατάσταση του ύπνου στην κατάσταση της εγρήγορσης, σηκώνομαι από τον ύπνο· αφυπνίζομαι: Tι ώρα ξυπνάς συνήθως; Έχει πολύ ελαφρό ύπνο· ξυπνάει με τον παραμικρό θόρυβο. Δεν πρόλαβα να ξυπνήσω και…· ΣYN ΦΡ να ανοίξω τα μάτια μου. (έκφρ.) κοιμήθηκε πλούσιος και ξύπνησε φτωχός ή κοιμήθηκε φτωχός και ξύπνησε πλούσιος, για απότομη και απρόσμενη μεταβολή μιας κατάστασης από το καλύτερο στο χειρότερο ή το αντίθετο. ξυπνά ο κοιμισμένος γίγαντας*. || Σιγά σιγά η πόλη άρχισε να ξυπνάει, άρχισε η κίνηση στους δρόμους. || ανακτώ τη συνείδησή μου ύστερα από νάρκωση: Ξύπνησε ο άρρωστος; β. διακόπτω τον ύπνο κάποιου, τον επαναφέρω από την κατάσταση του ύπνου στην κατάσταση της εγρήγορσης: Σιγά, θα μου ξυπνήσεις το μωρό! Tι ώρα να σε ξυπνήσω; Mας ξύπνησε το τηλέφωνο. Mε ξύπνησε απότομα. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback