ξαφνιάζω Verb  [ksafniazo, ksafniazw]

  Verb
(2)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
(0)

Etymologie zu ξαφνιάζω

ξαφνιάζω mittelgriechisch ξαφνίζω και ἐξαφνίζω altgriechisch ἐξαίφνης ἐξ + αἴφνης


GriechischDeutsch
Σε ξαφνιάζω Σημαιοφόρε;Sie überraschen mich, Fähnrich.

Übersetzung nicht bestätigt

Θα σε ξαφνιάζω κάθε στιγμή.Ich werde euch jedes Mal überraschen.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu ξαφνιάζω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ξαφνιάζωξαφνιάζουμε, ξαφνιάζομεξαφνιάζομαιξαφνιαζόμαστε
ξαφνιάζειςξαφνιάζετεξαφνιάζεσαιξαφνιάζεστε, ξαφνιαζόσαστε
ξαφνιάζειξαφνιάζουν(ε)ξαφνιάζεταιξαφνιάζονται
Imper
fekt
ξάφνιαζαξαφνιάζαμεξαφνιαζόμουν(α)ξαφνιαζόμαστε, ξαφνιαζόμασταν
ξάφνιαζεςξαφνιάζατεξαφνιαζόσουν(α)ξαφνιαζόσαστε, ξαφνιαζόσασταν
ξάφνιαζεξάφνιαζαν, ξαφνιάζαν(ε)ξαφνιαζόταν(ε)ξαφνιάζονταν, ξαφνιαζόντανε, ξαφνιαζόντουσαν
Aoristξάφνιασαξαφνιάσαμεξαφνιάστηκαξαφνιαστήκαμε
ξάφνιασεςξαφνιάσατεξαφνιάστηκεςξαφνιαστήκατε
ξάφνιασεξάφνιασαν, ξαφνιάσαν(ε)ξαφνιάστηκεξαφνιάστηκαν, ξαφνιαστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ξαφνιάσει
έχω ξαφνιασμένο
έχουμε ξαφνιάσει
έχουμε ξαφνιασμένο
έχω ξαφνιαστεί
είμαι ξαφνιασμένος, -η
έχουμε ξαφνιαστεί
είμαστε ξαφνιασμένοι, -ες
έχεις ξαφνιάσει
έχεις ξαφνιασμένο
έχετε ξαφνιάσει
έχετε ξαφνιασμένο
έχεις ξαφνιαστεί
είσαι ξαφνιασμένος, -η
έχετε ξαφνιαστεί
είστε ξαφνιασμένοι, -ες
έχει ξαφνιάσει
έχει ξαφνιασμένο
έχουν ξαφνιάσει
έχουν ξαφνιασμένο
έχει ξαφνιαστεί
είναι ξαφνιασμένος, -η, -ο
έχουν ξαφνιαστεί
είναι ξαφνιασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ξαφνιάσει
είχα ξαφνιασμένο
είχαμε ξαφνιάσει
είχαμε ξαφνισμένο
είχα ξαφνιαστεί
ήμουν ξαφνιασμένος, -η
είχαμε ξαφνιαστεί
ήμαστε ξαφνιασμένοι, -ες
είχες ξαφνιάσει
είχες ξαφνιασμένο
είχατε ξαφνιάσει
είχατε ξαφνιασμένο
είχες ξαφνιαστεί
ήσουν ξαφνιασμένος, -η
είχατε ξαφνιαστεί
ήσαστε ξαφνιασμένοι, -ες
είχε ξαφνιάσει
είχε ξαφνιασμένο
είχαν ξαφνιάσει
είχαν ξαφνιασμένο
είχε ξαφνιαστεί
ήταν ξαφνιασμένος, -η, -ο
είχαν ξαφνιαστεί
ήταν ξαφνιασμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ξαφνιάζωθα ξαφνιάζουμε, θα ξαφνιάζομεθα ξαφνιάζομαιθα ξαφνιαζόμαστε
θα ξαφνιάζειςθα ξαφνιάζετεθα ξαφνιάζεσαιθα ξαφνιάζεστε, θα ξαφνιαζόσαστε
θα ξαφνιάζειθα ξαφνιάζουν(ε)θα ξαφνιάζεταιθα ξαφνιάζονται
Fut
ur
θα ξαφνιάσωθα ξαφνιάσουμε, θα ξαφνιάζομεθα ξαφνιαστώθα ξαφνιαστούμε
θα ξαφνιάσειςθα ξαφνιάσετεθα ξαφνιαστείςθα ξαφνιαστείτε
θα ξαφνιάσειθα ξαφνιάσουν(ε)θα ξαφνιαστείθα ξαφνιαστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ξαφνιάσει
θα έχω ξαφνιασμένο
θα έχουμε ξαφνιάσει
θα έχουμε ξαφνιασμένο
θα έχω ξαφνιαστεί
θα είμαι ξαφνιασμένος, -η
θα έχουμε ξαφνιαστεί
θα είμαστε ξαφνιασμένοι, -ες
θα έχεις ξαφνιάσει
θα έχεις ξαφνιασμένο
θα έχετε ξαφνιάσει
θα έχετε ξαφνιασμένο
θα έχεις ξαφνιαστεί
θα είσαι ξαφνιασμένος, -η
θα έχετε ξαφνιαστεί
θα είστε ξαφνιασμένοι, -ες
θα έχει ξαφνιάσει
θα έχει ξαφνιασμένο
θα έχουν ξαφνιάσει
θα έχουν ξαφνιασμένο
θα έχει ξαφνιαστεί
θα είναι ξαφνιασμένος, -η, -ο
θα έχουν ξαφνιαστεί
θα είναι ξαφνιασμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ξαφνιάζωνα ξαφνιάζουμε, να ξαφνιάζομενα ξαφνιάζομαινα ξαφνιαζόμαστε
να ξαφνιάζειςνα ξαφνιάζετενα ξαφνιάζεσαινα ξαφνιάζεστε, να ξαφνιαζόσαστε
να ξαφνιάζεινα ξαφνιάζουν(ε)να ξαφνιάζεταινα ξαφνιάζονται
Aoristνα ξαφνιάσωνα ξαφνιάσουμε, να ξαφνιάσομενα ξαφνιαστώνα ξαφνιαστούμε
να ξαφνιάσειςνα ξαφνιάσετενα ξαφνιαστείςνα ξαφνιαστείτε
να ξαφνιάσεινα ξαφνιάσουν(ε)να ξαφνιαστείνα ξαφνιαστούν(ε)
Perfνα έχω ξαφνιάσει
να έχω ξαφνιασμένο
να έχουμε ξαφνιάσει
να έχουμε ξαφνιασμένο
να έχω ξαφνιαστεί
να είμαι ξαφνιασμένος, -η
να έχουμε ξαφνιαστεί
να είμαστε ξαφνιασμένοι, -ες
να έχεις ξαφνιάσει
να έχεις ξαφνιασμένο
να έχετε ξαφνιάσει
να έχετε ξαφνιασμένο
να έχεις ξαφνιαστεί
να είσαι ξαφνιασμένος, -η
να έχετε ξαφνιαστεί
να είστε ξαφνιασμένοι, -ες
να έχει ξαφνιάσει
να έχει ξαφνιασμένο
να έχουν ξαφνιάσει
να έχουν ξαφνιασμένο
να έχει ξαφνιαστεί
να είναι ξαφνιασμένος, -η, -ο
να έχουν ξαφνιαστεί
να είναι ξαφνιασμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presξάφνιαζεξαφνιάζετεξαφνιάζεστε
Aoristξάφνιασεξαφνιάστεξαφνιάσουξαφνιαστείτε
Part
izip
Presξαφνιάζονταςξαφνιαζόμενος
Perfέχοντας ξαφνιάσει, έχοντας ξαφνιασμένοξαφνιασμένος, -η, -οξαφνιασμένοι, -ες, -α
InfinAoristξαφνιάσειξαφνιαστεί









Griechische Definition zu ξαφνιάζω

ξαφνιάζω [ksafnázo] -ομαι : 1.τρομάζω ή ταράζω κπ. με την ξαφνική μου εμφάνιση ή με κτ. απροσδόκητο (θόρυβο, φωνή κτλ.): Mας ξάφνιασες καημένε! Tον είδα και ξαφνιάστηκα. Πετάχτηκε επάνω ξαφνιασμένος και έτρεξε στο παράθυρο. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback