ξένος -η -ο Adj.  [ksenos -i -o, ksenos -h -o]

  Adj.
(57)

GriechischDeutsch
Κύριε Πρόεδρε, υπάρχουν πολλοί νεκροί που βαραίνουν σαν πέτρες τις καρδιές μας και τις συνειδήσεις μας, νεκροί που ζητούν μια ευρωπαϊκή πολιτική σχετικά με τα θέματα της υποδοχής, σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μεταναστών, μια πολιτική που θα μπορέσει να πει: στις χώρες μας κανείς δεν είναι ξένος, κανείς δεν είναι παράνομος.Herr Präsident, es gibt Tote, die lasten wie Felsbrocken auf unserem Herzen und unserem Gewissen; Tote, die eine europäische Politik der Aufnahme, der Rechte und Pflichten für die Einwanderer verlangen, eine Politik, die auszudrücken vermag, daß für uns niemand fremd, niemand illegal ist.

Übersetzung bestätigt

Από την έκθεση του κ. Bontempi κρατώ αυτήν την εντύπωση μιας ευρωπαϊκής υπηκοότητας η οποία οικοδομείται σταδιακά, σφυρηλατείται κατά κάποιο τρόπο, όχι μόνο θετικά με την επιβεβαίωση ενός ορισμένου αριθμού ελευθεριών, αλλά επίσης και το έχουμε ήδη δει, με τις προόδους όσον αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων και με τη δημιουργία μιας νέας κατηγορίας: της κατηγορίας του ευρωπαίου συμπολίτη, ο οποίος δεν είναι πλέον εντελώς ξένος σε καμία από τις χώρες μας.Dem Bericht von Herrn Bontempi kann ich entnehmen, daß die europäische Staatsbürgerschaft allmählich Gestalt annimmt, indirekt zwar und nicht nur positiv durch die Festlegung einer gewissen Anzahl von Grundfreiheiten, sondern auch wir haben dies bei den Fortschritten im Bereich der Freizügigkeit der Personen bereits gesehen durch die Entstehung einer neuen Kategorie: des europäischen Mitbürgers, der in keinem Land der Gemeinschaft mehr völlig fremd ist.

Übersetzung bestätigt

Και αυτό που ήταν ξένος, ακόμη και για τα βαρέα φορτηγά νοημοσύνη του, στην καρέκλα κρεβατοκάμαρα και κατά μήκος των σιδηροδρομικών μεταφορών από το κρεβάτι ήταν σκορπισμένα τα ενδύματα, το μόνο ενδύματα βαθμό ήξερε, και τους επιδέσμους των προσκεκλημένων τους.Und was war fremd, sogar seinen schweren Intelligenz, auf das Schlafzimmer Stuhl und entlang der Schiene des Bettes wurden die Kleidungsstücke, die nur Kleidungsstücke verstreut, so weit wie er kannte, und die Verbände ihrer Gäste.

Übersetzung nicht bestätigt

Και νομίζω ότι θα συμφωνούσατε ότι βρήκαμε πως ο Τιτάνας είναι ένα αξιοσημείωτο, μυστηριώδες μέρος. Είναι εξωτικός, είναι ξένος, αλλά περιέργως μοιάζει με τη γη, και έχει γεωλογικούς σχηματισμούς παρόμοιους με τη Γη και μία τεράστια γεωγραφική ποικιλομορφία, και είναι ένας συναρπαστικός κόσμος του οποίου ο μόνος ανταγωνιστής στο ηλιακό σύστημα ως προς την πολυπλοκότητα και τον πλούτο, είναι η ίδια η Γη.Ich denke, Sie würden mir zustimmen, dass Titan ein bemerkenswerter, rätselhafter Ort ist; exotisch, fremd, doch seltsam erdähnlich, mit geologischen Formationen wie auf der Erde und gewaltiger geografischer Vielfalt; eine faszinierende Welt, deren einziger Konkurrent im Sonnensystem in Sachen Komplexität und Reichtum die Erde selbst ist.

Übersetzung nicht bestätigt

Έτσι, γίνεσαι ξένος προς τον εαυτό σου.Nun werden Sie sich selbst fremd, so dass Sie nicht den Schmerz fühlen.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

  • ξένος (maskulin)
  • ξένη (feminin)
  • ξένο (neutrum)


Griechische Definition zu ξένος -η -ο

ξένος, επίθ. και ουσ.

Ά Ως επίθ.
1)
α) Προκ. για χώρα διαφορετική από την πατρίδα:
(Φαλιέρ., Ενύπν. 84), (Πεντ. Έξ. II 22), (Λίβ. Sc. 2650
β) (σε μεταφ.):
από την καρδιά την εδική μ’ εβγήκα, … κι εις ξένον τόπον περπατώ (Ιντ. κρ. θεάτρ. Γ́ 26
γ) (θρησκ., σε μεταφ. προκ. για την επίγεια ζωή):
θρηνώ εις τον ξένον κόσμον τούτον και επαναλύσαι επιποθώ προς την αρχαίαν πατρίδα (Νεόφ. Έγκλ. Β́ 13
(στο συγκρ., προκ. για την κόλαση):
ο τύραννος … βουλόμενος ξενώσαι με εις την χώραν ξενοτέραν … εις πυρ (Νεόφ. Έγκλ. Β́ 17).
2) Για πρόσωπο
α) που κατάγεται από άλλη χώρα ή κατοικεί σε άλλη χώρα:
είναι άνθρωποι ξένοι απ’ άλλους τόπους … και περπατούν την Βενετιάν, την Πόλην (Ιστ. Βλαχ. 2155· Ερωτόκρ. Ά 1720
β) (σε κλητ. προσφών.):
(Λίβ. P 1819
γ) (με επόμ. την πρόθ. από + αιτιατ. ή το επίρρ. απεδώ):
βρίσκομαι ξένος … από τον τόπον τούτονε (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [455]· Έ [521]
δ) (συνεκδ.) που ταιριάζει σε ξένο, ξενικός:
μετά ξένου σχήματος … προς το παλάτιν έφθασεν (Καλλίμ. 1570).
3) Αλλοεθνής:
(Πεντ. Γέν. XVII 27).
4)
α) Ξενιτεμένος:
έφυγεν εκ την χώραν του και απέ τα γονικά του …· … ούτως είναι … ξένος εις άλλον κόσμον (Λίβ. Esc. 3825
(για τη χρ. μαζί με το επίθ. αλλότριος βλ. ά.):
(Βέλθ. 507
β) (με επόμ. την πρόθ. από + αιτιατ.) που περιπλανάται (αφού απαρνήθηκε την πατρίδα του):
ξένος … από τον κόσμον (Λίβ. Sc. 3007).
5) (Μεταφ.· με γεν.) που έχει αποξενωθεί από κ.:
ξένον απέδειξε (ενν. εμέ ο Βελίαρ) των εντολών Θεού μου (Ιωάνν. ιερ. 14).
6) (Με επόμ. την πρόθ. από + αιτιατ.) διωγμένος, εξόριστος:
ξένους από τα σπίτια τους και από τα γονικά τους (Φαλιέρ., Ρίμ. 203).
7)
α) Που ανήκει σε άλλον, που δεν είναι δικός μου:
εκίνησε να κλέπτει (ενν. ο μύρμηξ) και τας ξένας γεωργίας (Πτωχολ. α 831· Ερωφ. Β́ 48
β) (προκ. για ξένες χώρες ή λαούς):
διατί γυρεύεις τα πράγματα τα ξένα (ενν. Αλέξανδρε); (Διήγ. Αλ. G 289
 
γ1) (προκ. για εκκλησιαστική επαρχία) που ανήκει στη δικαιοδοσία άλλου επισκόπου:
Περί φευγάτων κληρικών, οπού παγαίνουν εις ξένην επαρχίαν (Βακτ. αρχιερ. 184
γ2) (συνεκδ.) στου οποίου τη δικαιοδοσία δεν ανήκει κάπ.:
Περί κληρικών κρίσεων οπού ζητούν να κριθούν εις πατριάρχην ξένον (Βακτ. αρχιερ. 157
δ) (μεταφ. για να δηλωθεί ότι όλα ανήκουν στο Θεό και δίνονται από Εκείνον):
Δεν γνώθεις πως δεν έχομε πράμαν εδώ κανένα δικό μας, … αμ’ όλα ξένα; (Φαλιέρ., Ρίμ. 94
ε) (προκ. για την αθανασία, που δεν ορίζεται από τον άνθρωπο):
(Βίος Αλ. 4868).
8) Που αφορά άλλον, που συμβαίνει σε άλλον:
ν’ αφήνεις τσι ξένες δουλειές, να πιάνεις τσ’ εδικές σου (Φορτουν. Γ́ 166
Τας ξένας συμφοράς … λυπού (Σπαν. A 514
(σε παροιμ. φρ.):
οπού χρωστεί μηδέν κρατεί ποσώς τες ξένες μοίρες (Φαλιέρ., Ρίμ. 248
έκφρ. ξένον παραμύθιν = υπόθεση στην οποία είμαι αμέτοχος:
(Σαχλ., Αφήγ. 312).
9)
α) Που δεν έχει δεσμό συγγένειας ή φιλίας με κάπ.:
(Ασσίζ. 2274), (Σεβήρ.-Μανολ., Επιστ. 171
(με επόμ. την πρόθ. από + αιτιατ.):
ξένην από την γενέαν (Συναξ. γυν. 950
 
β1) (συχνά σε αντιδιαστολή με το εδικός):
Χαίρονται … εδικοί και ξένοι (Ιμπ. 892
Το φίλο κάνουσιν εχθρό, τον εδικό έχουν ξένο (Ερωτόκρ. Γ́ 135
β2) (σε σχ. υπαλλαγής):
να μην τονε γνωρίσουνε κείνα τα ξένα μάτια (Ερωτόκρ. Ά 528
γ) (στο ουδ. για να προκληθεί συμπάθεια):
μη με περηφανέσεις, διατ’ είμαι ξένον απ’ εσέ (Ερωτοπ. 289
δ) (προκ. για άντρα άλλον από το σύζυγο):
Εάν η γυναίκα υπάγει μετά ξένων ανθρώπων εις παραδιάβασιν …, χωρίζεται (Ελλην. νόμ. 5383
ε) (προκ. για παιδί) που γεννήθηκε από άλλους γονείς:
Στα χέρια σου αναθράφηκα … και δεν το λόγιαζα ποτέ πως είμαι ξένη γέννα (Φορτουν. Έ 127
στ) προκ. για λαϊκό, όχι ιερωμένο:
(Πεντ. Λευιτ. XXII 12).
10) (Συνεκδ.· εδώ προκ. για είδωλα, θεότητες) που λατρεύονται από ξένο λαό:
(Πεντ. Γέν. XXXIV 2).
11) Που είναι άσχετος με κ.:
προσώπατα άγρια και ξένα από κάθε ευγένειαν (Μπερτολδίνος 92
έκφρ. ξένον προνοίας (πράγμα) = που δεν μπορεί να το προβλέψει κανείς:
(Βίος Αλ. 687).
12) Που δεν έχει δικαιολογημένη σχέση με κ., ανάξιος:
αλλότρια, ξένη του βεργιού σε κρίνω, ω κυρά μου (Βέλθ. 557).
13) Που δεν είναι κατάλληλος για τη λατρεία του Θεού (εδώ των Εβραίων)·
(συνεκδ.) ανίερος:
επρόσφεραν ομπροστά στον Κύριο 'στιά ξένη (Πεντ. Λευιτ. X 1).
14)
α) Παράδοξος, παράξενος:
όνειρον ξένον είδα (Κρασοπ. L 67· Βυζ. Ιλιάδ. 3
β) περίεργος, ασυνήθιστος:
τις η ξένη σου μορφή και στολισμός όν φέρεις (Βίος Αλ. 3400
τι ξένον και παράδοξον λόγον να στιχοπλέξω …; (Θρ. Κων/π. διάλ. 3).
15)
α) Που προκαλεί έκπληξη και θαυμασμό:
λίαν το οραθέν παράδοξον και ξένον (Διγ. Gr. 2647
θαύμα ξένον (Βίος Αλ. 5200
β) που προκαλεί δέος:
ω μυστηρίου ξένου, ο … Θεός … εις γην κατήλθεν σαρκωθείς εκ κόρης απειράνδρου (Αλφ. καταν. 116
γ) που προκαλεί απορία· δυσνόητος:
αν εκατεφρονήθην, τίποτ’ ουκ ένι θαυμαστόν, τίποτ’ ουκ ένι ξένον (Σπαν. P 283· Γλυκά, Αναγ. 2).
16) Που προκαλεί έκπληξη και φόβο:
(Καλλίμ. 326
ήλθον στο λησταρχείον ένδοθεν το φοβερόν και ξένον (Διγ. Z 1571).
17) Φρικτός, φοβερός:
ξένον θέαμα (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 432).
18) Πρωτάκουστος, ασυνήθιστος:
θαύμασμα … ξένον (Ιμπ. (Legr.) 114).
19) Ανάρμοστος:
(Δούκ. 3239).
20) Που προκαλεί θαυμασμό εξαιτίας της ασυνήθιστης ομορφιάς του, πολύ ωραίος
 
α1) (για πρόσωπο):
είχε (ενν. η Ελένη) … την ηλικίαν ξένην (Ερμον. B 198
α2) (για κινήσεις) πολύ κομψός, χαριτωμένος:
τας των χειρών διαστροφάς, γυρίσματά τε ξένα (Διγ. Z 4076
β) (για τόπο):
άλσος ξένον (Διγ. Gr. 3152
γ) (γενικ. για πράγματα, κ.ά.):
λεπτόν χιτώνα ξένον (Καλλίμ. 643
άνθη πάμπλουμα, ξένα επταπλασίως (Αχιλλ. O 478
τερπνήν και ξένην ευωδίαν (Διγ. Z 3777).
21) (Για συναισθήματα) υπέρμετρος, υπερβολικός:
ο πόθος φλέγει σε και η αγάπη η ξένη (Διγ. Gr. 1401· Καλλίμ. 1970).
22)
α) Δυστυχής, ταλαίπωρος:
Ουαί μας τους πτωχούς τους ξένους! (Μαχ. 58819
κλαίγασιν (ενν. τα παιδιά), … γιατ’ ήτονε τα ξένα χωρίς την μάνναν (Τζάνε Εμμ., Μοιρολ. 13725
(με το επίθ. μοναχός):
(Συναδ. φ. 66v
τόσα βάσανα της Κρήτης της καημένης, της ξένης και της μοναχής (Διακρούσ. 11111
β) (στο ουδ. για να δηλωθεί ή να προκληθεί συμπάθεια):
Ξένον είμαι και θλιμμένον (Ch. pop. 138
(στον πληθ.):
(Φορτουν. Δ́ 594).
23) Μόνος, έρημος:
πάγω με τον καημό τση στη γη, γιατί την αφήνω πολλά ξένη και μοναχή (Διαθ. 17. αι. 683
(συνεκδ.):
Ας κλάψου όλα τα νησά, … γιατί δεν είστε μετά με (ενν. την Κρήτη), μα ξένα σας αφήνω (Τζάνε, Κρ. πόλ. 5668).
24)
α) Άγνωστος:
μη πάρω (ενν. άνδρα) ξένον … και ουκ έναι της καρδιάς μου (Ιμπ. 314
εις τόπον κατηντήσαμεν ανέλπιστον και ξένον (Καλλίμ. 978
β) (συνεκδ. για οδό) που οδηγεί σε ξένες, άγνωστες χώρες:
(Βέλθ. 41).
25) Που ανήκει στον εχθρό, εχθρικός:
μηδέ το λόγιαζεν (ενν. ο Μιχαήλ) να βρει ’ς Βλαχιάν φουσσάτα ξένα που να τον καρτερούν (Παλαμήδ., Βοηβ. 1034
(σε σχ. υπαλλαγής):
Ω Κρήτη, … εδουλώθης άθλια μέσα σε χέρια ξένα; (Διακρούσ. 11316).
26) (Προκ. για στρατό) μισθοφορικός:
ήλθε (ενν. ο Φράντσας) μ’ αμέτρητον στρατόν, ίδιόν του και ξένον (Κορων., Μπούας 42).
27) (Προκ. για τα μαλλιά) που δεν είναι φυσικά:
πλέκουν τες πλεξούδες των με τα μαλλία τα ξένα (Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. I 716).
28) (Στον υπερθ.) πολύ μακρινός:
ξενοτάτους τόπους (Φλώρ. 905).
29) (Σε ιδιάζ. χρ.) που έχει αλλάξει, που εμφανίζει χαρακτηριστικά διαφορετικά από αυτά που είχε:
θεωρεί εκείνο το ζαφείρι μαύρον, …, ξένον από την φύσιν (Φλώρ. 494).
30) Που δεν έχει συνείδηση ή συναίσθηση ή αισθήματα (ως σύνολο):
(Βέλθ. 429).
31) (Τριτοπρόσ.) φρ. ξένον υπάρχει (με επόμ. δοτ. προσώπου) = δε συνηθίζεται από …:
ξένον μοναχοίς υπάρχει του να γράφουσι … μυθικά (Πτωχολ. α 24).
Β́ Ως ουσ.
1)
α) Αυτός που κατάγεται από ξένο τόπο ή κατοικεί σε ξένο τόπο:
(Λίβ. P 2042, Ερωτόκρ. Έ 308
Έχει τους ξένους αδελφούς, τους αλλοτρίους φίλους (Ιμπ. 250
β) (περιληπτ.):
(Πεντ. Έξ. XII 19
γ) (σε μεταφ. για να δηλωθεί η σχέση του ανθρώπου με τον επίγειο κόσμο):
Ξένοι κι εμείς πως είμεστεν δεν ξεύρεις και διαβάτες … εδώ στην κοσμικήν ζωήν (Φαλιέρ., Ρίμ. 95
δ) (ως κλητ. προσφών.):
(Φλώρ. 1282, Λόγ. παρηγ. L 71
(σε ονομ.):
(Λόγ. παρηγ. L 271).
2)
α) (Ως αντικείμενο της χριστιανικής φιλανθρωπίας συν. με το επίθ. πτωχός):
τους ξένους πάντα σύντρεχε και τους πτωχούς ελέα (Περί ξεν. 451
β) (στο ουδ. για να δηλωθεί συμπάθεια):
ξένα, πτωχά και αμάλωτα (Πικατ. 235).
3)
α) Αυτός που έχει ξενιτευθεί ή που επιστρέφει από την ξενιτειά:
(Περί ξεν. 5, Διγ. A 1224
(με επόμ. την πρόθ. εκ + αιτιατ.):
Άγουρος μυριόθλιβος, ξένος εκ τα δικά του (Λίβ. Sc. 2647
β) (μεταφ. προκ. γι’ αυτόν που αποξενώνεται από το Θεό):
(Νεόφ. Έγκλ. Β́ 33).
4) Εξόριστος, πρόσφυγας:
ξένοι θε να γενούσινε … γιατί κι από τα σπίτια ντως μέλλει να τουσε βγάλει (ενν. ο Τούρκος) (Τζάνε, Κρ. πόλ. 17715).
5) Αυτός που δεν έχει δεσμό συγγένειας ή φιλίας με κάπ.:
Προτίμ’ αγάπην συγγενών παρά των ξένων (Κομν., Διδασκ. Δ 192).
6) (Προκ. για πρόσωπο τρίτο σε αντιδιαστολή με τον εαυτό μας):
Ιδές καν έφαγες, υιέ, ξένου τινός τι πράγμα (Σπαν. A 638· Ασσίζ. 7313).
7) Πολίτης, υπήκοος άλλης χώρας:
(Μαχ. 6443).
8)
α) Προσήλυτος·
(περιληπτ.):
να κατοικήσει μετά σεν ξένος και να κάμει Πάσκα του Κύριου (Πεντ. Έξ. XII 48
β) αλλοεθνής:
παν ξένος να μη φάει άγιο (Πεντ. Λευιτ. XXII 10).
9) (Στο θηλ.) ξενιτειά (σε γεν. με τις προθ. από και εις):
ξένος από ξένης (Ριμ. Βελ. ρ 924
παρηγορήσετέ με τον ξένον εις ξένης (Συναδ. φ. 67r).
10) Στο ουδ.
α) το ασυνήθιστο, το ιδιότροπο:
το ξένον γαρ του χρώματος, … έθελγε τάχα τούτους (Γλυκά, Αναγ. 180
β) το παράδοξο, το δυσεξήγητο:
προσέχων του γρύψου την κατασκευήν και του νερού το ξένον (Βέλθ. 308
γ) (στον πληθ. ως σύστ. αντικ.) πράγματα αξιοθαύμαστα, που προκαλούν έκπληξη, θαυμασμό ή φόβο:
ξένα προσθεωρούντες, τρόμῳ κατεξεπλήττοντο (Βίος Αλ. 461
δ) η ασυνήθιστη ομορφιά:
των φυτών το ξένον (Καλλίμ. 297).
11) (Στον πληθ. ουδ.)
α) ξένη περιουσία:
επιθυμά (ενν. ο ζαριστής) … με ξένα να πλουτήσει (Σαχλ. N 121
β) ξένες υποθέσεις:
ο καθείς στα ίδιά του πρέπει να πράττει, …, τα ξένα να μην βλέπει (Αιτωλ., Μύθ. 9510).
Φρ.
1) Γίνομαι ξένος =
(α) (με γεν. ή με επόμ. τις προθ. από, εκ + αιτιατ.) απομακρύνομαι:
(Λίβ. Esc. 542, Λόγ. παρηγ. L 465, Λόγ. παρηγ. O 479
(β) (με την πρόθ. από + αιτιατ.) αποξενώνομαι:
ξένοι εγινήκαμεν από τοιαύτα κάλλη (Διακρούσ. 1161
(γ) (στο συγκρ.· προκ. για την πατρίδα):
η γλυκεία μας πατρίς γίνεται ξενοτέρα (Ριμ. Βελ. ρ 336).
2) Γίνομαι ξένος εκ τον λογισμόν = «τα χάνω», σαστίζω:
(Φλώρ. 1551).
3) Κάνω ξένον εκ … = αποξενώνω κάπ. από κ., τον κάνω να το απαρνηθεί:
Εμέναν εβουλήθηκες ξένον εσύ να κάμεις εκ τους θεούς τούς σέβομαι (Χούμνου, Κοσμογ. 841).
4) Ποιώ ξένον εκ, από … = απομακρύνω, στερώ κάπ. από ό,τι του ανήκει ή ό,τι αγαπά:
(Λόγ. παρηγ. L 598).
[αρχ. επίθ. και ουσ. ξένος. Η λ. και σήμ.]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback