μόνον Adv.  [monon]

  
nur (ugs.)
(0)

GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter



Griechische Definition zu μόνον

μόνον, επίρρ.· μόν’· μόνε· μόνι· μόνο· μόνουν· μούνε. — Βλ. και .

Ά Επίρρ.
1)
α) Μόνον, αποκλειστικά (για να δηλωθεί περιορισμός ή αποκλεισμός προσώπου ή γεγονότος):
(Πανώρ. Πρόλ. 74), (Αλεξ. 438, 155), (Χρον. Τόκκων 2703
(σε επανάληψη επιτ.):
(Πορτολ. Α 1806
β) (στο σχ. όσο μόνε + ειδική πρόταση για να δηλωθεί όσο το δυνατόν μεγαλύτερος περιορισμός):
οι άλλοι … τον εδεχόντησαν, όσο μόνε ότι τον εφιλεύανε (Χρον. σουλτ. 3620
γ) (επιτ. με τα ένας, μοναχά, μοναχός):
μόνο ένα λογισμόν είχαν (Ερωτόκρ. Ά 40
μοναχά μόνε με τον Μωσέ εσύντυχεν ο Κύριος; (Πεντ. Αρ. XII 2· Διγ. Άνδρ. 39017
δ) απλώς και μόνον, απλώς:
(Κυπρ. ερωτ. 1312
μόνο να το θυμηθώ … νεκρώνουνται τα μέλη μου (Ερωτόκρ. Ά 925
ε) (για να δηλωθεί εξαίρεση) παρά μόνον, εκτός:
(Πουλολ. 49
Άλλος τινάς δε μου 'φταιξε, μόνον η γι‑όρεξή μου (Πανώρ. Έ 205
(με προηγ. την πρόθ. παρά):
ουδείς γινώσκει … την ώραν του τέλους του παρά μόνον είς, ο Θεός (Σεβήρ., Διαθ. 189
(με επόμ. το σύνδ. και):
ουκ είχαν πλέον το τι να φάουν, μόνον και τα κορμιά τους (Χρον. Μορ. H 2933
στ) (με αριθμητ.) παρά μόνον, το πολύ πολύ:
(Χρον. Μορ. P 1899
ο Αδάμ δεν εστάθηκεν εις τον Παράδεισον, μόνον έξι ώρες (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 75r
έκφρ. μόνον και, βλ. και Εκφρ. 18.
2) (Στο σχ. μόνον πως δεν …) μόνο που δεν …, λίγο έλειψε να …:
μετά πολλού θυμού τον ύβρισε και μόνον πως δεν τον έδειρε (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 341).
3) (Χρον.)
α) πια, τελικά:
όσον να πα στα πρόβατα έσωσε μόν’ το βράδι (Σταυριν. 664
β) τότε ακριβώς, αμέσως:
μπαίνει (ενν. η Σωσάννα) στο λουτρό … μόνε θωρεί τους γέροντες (Δεφ., Σωσ. 110).
Β́ Ως σύνδ.
1) Αντιθετικός
α) (μετά από αρνητ. πρόταση) παρά μόνον:
(Περί ξεν. 74
μέρα και νύκτα δεν σιγώ, μόν’ κάθομαι και κλαίω (Θρ. πατρ. 63
β) (επιτ.) αποκλειστικά και μόνο για …, μόνο και μόνο για …:
εγκρέμνισα στο πέλαγος μόνε για να γλυτώσω (Γαδ. διήγ. 475· Βεντράμ., Γυν. 46
(με προηγ. το σύνδ. και):
να παίζεις ουκ ηξεύρεις, και μόνον ήλθες, άτυχε, φοβέριστρον του γάμου (Πουλολ. 11
γ) (για να δηλωθεί περιοριστική αντίθεση) παρά μόνον:
(Καρταν., Π. Ν. Διαθ. φ. 191r
Σ’ άλλο δεν ήσουνε καλός, μόνε να με πλανήσεις (Ζήνου, Βατραχ. 172
δ) (στο σχ. ου μόνον …, αλλά και ή μα μάλιστα για σύνδεση επιδοτική):
ου μόνον τότε η φροντίς, αλλά και νυν τυγχάνει (Προδρ. IV 150· Αλεξ. 1783
ε) αλλά, όμως:
(Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 191r
θεγατέρα του πατρός μου αυτή· μόνε όχι θεγατέρα της μάνας μου (Πεντ. Γέν. XX 12
στ) (με βουλητική συν. πρόταση για να δηλωθεί όρος, προϋπόθεση) αρκεί να …, φτάνει να …:
πίνω το αίμα του, μόν’ να βρεθεί ομπρός μου (Άλ. Κύπρ. 1752· Ιμπ. 25).
2) (Εναντιωμ. με προηγ. ή επόμ. το και) αν και, παρόλο που, μολονότι:
(Χρον. Τόκκων 2418
Μόνον κι είναι πουλλίν, παντές λυπάται τα πάθη μου (Κυπρ. ερωτ. 249).
3) Συμπερασμ.
α) (για να εκφράσει προτροπή) λοιπόν:
(Τριβ., Ταγιαπ. 129
ειπέτε του Δαρείου ότι εγώ είμαι ητοιμασμένος, μόνον, όταν θέλει, ας έλθει (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 215r
β) σίγουρα, βέβαια:
έκραξεν ο Αβιμελέκ το Ιτσχάκ και είπεν: «Μόνε ιδού γεναίκα σου αυτή» (Πεντ. Γέν. XXVI 9· Γέν. XXIX 14).
4) (Χρον. στο σχ. και μόνο να …) (αμέσως) μόλις, ευθύς ως:
και μόνο να γροικήσει το φτύσμα μου το αδυνατό ντελόγκο είχε γυρίσει (Φορτουν. Γ́ 739).
5) (Συνδετικός για να δηλωθεί αντίθεση ή περιορισμός):
να το φας (ενν. το κριάς)· … μόνε δυναμώσου να μη φας το αίμα (Πεντ. Δευτ. XII 23· Δευτ. XV 4).
6) (Αιτ. στο σχ. μόνε να) (ακριβώς) επειδή:
Μόνε να είμαι εγώ καλή, … είμαι εδώ πρόθυμος (Μπερτολδίνος 137).
[αρχ. επίρρ. μόνον. Οι τ. μόνε (Βλάχ.) και μόνι σήμ. ιδιωμ. Η λ. και οι τ. μόν’ και μόνο και σήμ.]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback