μουρμουρίζω Verb  [murmurizo, moyrmoyrizw]

  Verb
(1)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
gurgeln (ugs.)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu μουρμουρίζω

μουρμουρίζω mittelgriechisch μουρμουρίζω Koine-Griechisch(;) μορμυρίζω altgriechisch μορμύρω


GriechischDeutsch
Μου λες μουρμουρίζω...Ich soll nuscheln...

Übersetzung nicht bestätigt



Grammatik

Grammatik zu μουρμουρίζω

Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
μουρμουρίζω, mourmourao">μουρμουράωμουρμουρίζουμε, μουρμουρίζομε
μουρμουρίζειςμουρμουρίζετε
μουρμουρίζειμουρμουρίζουν(ε)
Imper
fekt
μουρμούριζαμουρμουρίζαμε
μουρμούριζεςμουρμουρίζατε
μουρμούριζεμουρμούριζαν, μουρμουρίζαν(ε)
Aoristμουρμούρισαμουρμουρίσαμε
μουρμούρισεςμουρμουρίσατε
μουρμούρισεμουρμούρισαν, μουρμουρίσαν(ε)
Per
fekt
έχω μουρμουρίσειέχουμε μουρμουρίσει
έχεις μουρμουρίσειέχετε μουρμουρίσει
έχει μουρμουρίσειέχουν μουρμουρίσει
Plu
per
fekt
είχα μουρμουρίσειείχαμε μουρμουρίσει
είχες μουρμουρίσειείχατε μουρμουρίσει
είχε μουρμουρίσειείχαν μουρμουρίσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα μουρμουρίζωθα μουρμουρίζουμε, θα μουρμουρίζομε
θα μουρμουρίζειςθα μουρμουρίζετε
θα μουρμουρίζειθα μουρμουρίζουν(ε)
Fut
ur
θα μουρμουρίσωθα μουρμουρίσουμε, θα μουρμουρίζομε
θα μουρμουρίσειςθα μουρμουρίσετε
θα μουρμουρίσειθα μουρμουρίσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω μουρμουρίσειθα έχουμε μουρμουρίσει
θα έχεις μουρμουρίσειθα έχετε μουρμουρίσει
θα έχει μουρμουρίσειθα έχουν μουρμουρίσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να μουρμουρίζωνα μουρμουρίζουμε, να μουρμουρίζομε
να μουρμουρίζειςνα μουρμουρίζετε
να μουρμουρίζεινα μουρμουρίζουν(ε)
Aoristνα μουρμουρίσωνα μουρμουρίσουμε, να μουρμουρίσομε
να μουρμουρίσειςνα μουρμουρίσετε
να μουρμουρίσεινα μουρμουρίσουν(ε)
Perfνα έχω μουρμουρίσεινα έχουμε μουρμουρίσει
να έχεις μουρμουρίσεινα έχετε μουρμουρίσει
να έχει μουρμουρίσεινα έχουν μουρμουρίσει
Imper
ativ
Presμουρμούριζεμουρμουρίζετε
Aoristμουρμούρισεμουρμουρίσετε
Part
izip
Presμουρμουρίζοντας
Perfέχοντας μουρμουρίσει
InfinAoristμουρμουρίσει















Griechische Definition zu μουρμουρίζω

μουρμουρίζω [murmurízo] .1α : 1α. μιλώ χαμηλόφωνα, ψιθυριστά και υπόκωφα, έτσι ώστε να μην ακούγεται καθαρά αυτό που λέω: Mουρμουρίζει συνεχώς χωρίς κανείς να τον ακούει. Tι μουρμουρίζετε κρυφά εσείς εκεί κάτω; Mπαινόβγαινε μουρμουρίζοντας ένα τραγούδι. β. μουρμουρίζω, όταν παραπονιέμαι ή όταν διαμαρτύρομαι: Mε την ακρίβεια και την ανεργία ο κόσμος άρχισε να μουρμουρίζει. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback