μικρός -ή -ό Adj.  [mikros -i -o, mikros -h -o]

  Adj.
(979)
  Adj.
(215)

GriechischDeutsch
επιδημιολογικές μελέτες που αποδεικνύουν αλλεργική δερματίτιδα εξ επαφής προκαλούμενη από την ουσία· οι περιπτώσεις στις οποίες υψηλό ποσοστό αυτών που έχουν εκτεθεί παρουσιάζουν χαρακτηριστικά συμπτώματα πρέπει να αντιμετωπίζονται με ειδικό ενδιαφέρον, ακόμη και αν ο αριθμός των περιπτώσεων είναι μικρός· γ) θετικά αποτελέσματα από κατάλληλες μελέτες σε ζώα·epidemiologische Untersuchungen, die zeigen, dass der Stoff eine allergische Kontaktdermatitis verursacht; besonders aufmerksam sind Fälle zu betrachten, in denen ein hoher Anteil der Exponierten charakteristische Symptome zeigt, selbst wenn die Zahl der Fälle insgesamt klein ist;

Übersetzung bestätigt

Καρπάθια: μικρός έως μέτριος, ενδιάμεσο υψόμετροKarpaten: klein bis mittel, mittlere Höhe

Übersetzung bestätigt

Επιπλέον το ακίνητο δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του σημερινού υλικού: ο περιβάλλων χώρος των αποβαθρών είναι πολύ μικρός και καθιστούν δύσκολους τους ελιγμούς προσέγγισης (άρα πιο χρονοβόρρους από μια εγκατάσταση με σωστή διάταξη), ή ακόμη και αδύνατους σε ορισμένα μέρη, εμποδίζοντας τα φορτηγά της επιχείρησης να προσεγγίζουν τις αποβάθρες στο σημείο των θυρών που θα ωφελούσε τη διαχείριση της αποβάθρας.Ferner sind die Grundstücksgrößen den modernen Fahrzeugen nicht angepasst: Die die Plattformen umgebenden Höfe sind zu klein und erschweren die für das Abladen erforderlichen Manöver (die damit länger dauern als in einer konventionell konzipierten Anlage) bzw. machen sie sogar in bestimmten Bereichen unmöglich, weshalb der Transporteur seine Lkw nicht bei den Toren abladen lassen kann, die eine optimale Nutzung der Plattform ermöglichen würden.

Übersetzung bestätigt

σε σύγκριση με άλλες περιοχές του Ηνωμένου Βασιλείου, υπάρχει μικρός αριθμός επιχειρήσεων που βασίζονται στη γνώση·die Zahl der wissensorientierten Unternehmen ist im Vergleich zu anderen britischen Regionen klein;

Übersetzung bestätigt

Ο στόλος της Air Malta ενδέχεται να είναι πολύ μικρός για να δημιουργεί συνεργίες και για να αποτελεί κατά τρόπο αποδοτικό έναν στόλο πολλαπλού τύπου ώστε να προσελκύσει μια μεγαλύτερη αγορά και να φτάνει σε ενδεχόμενες αγορές.Die Flotte von Air Malta dürfte für Synergiewirkungen zu klein sein und eignet sich nicht als Mehrtypenflotte, die für einen größeren Markt interessant wäre und mit der potenzielle Märkte erschlossen werden könnten.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

  • μικρός (maskulin)
  • μικρή (feminin)
  • μικρό (neutrum)


Griechische Definition zu μικρός -ή -ό

μικρός, επίθ.· σμικρός· υπερθ. ουδ. εσμικροτάτο(ν)· σμικροτάτο.

1)
α) (Προκ. για μέγεθος, διαστάσεις, κλπ.) μικρός· μικρόσωμος:
(Χρον. Μορ. H 8963), (Αιτωλ., Μύθ. 345
(μεταφ.):
αρχή μικρή κι αψήφιστη (Ερωτόκρ. Ά 314
β) (προκ. για έκταση) μικρός:
(Ιμπ. 529).
2)
α) Λίγος· μηδαμινός:
(Ερωτοπ. 446), (Πανώρ. Δ́ 269
β) αδύναμος:
(Ερωφ. Πρόλ. 76
γ) (προκ. για ήχο) σιγανός:
κτύπον μικρόν (Διήγ. παιδ. 331).
3)
α) Κατώτερος στην τάξη, την καταγωγή, το αξίωμα, κλπ.:
(Πανώρ. Δ́ 222
μικρός στρατιώτης (Χρον. Μορ. P 4147· Διήγ. Βελ. χ 225
(ως ουσ.):
είδα μικρούς … κι εγίνησαν ρηγάδες (Φαλιέρ., Ρίμ. 200
β) κατώτερος, υποδεέστερος:
είναι μικρότατοι (ενν. οι Ρωμαίοι) εις την σοφιάν (Λίμπον. Επίλ. 24
γ) ασήμαντος:
Είπω … μικρόν αλληγορίας λόγον (Ανακάλ. 89
 
δ1) ταπεινός, μικροπρεπής:
λογισμούς … μικρούς (Ερωφ. Ά 587
δ2) ελαφρός, επιπόλαιος:
(Χρον. Μορ. H 2915).
4) Σύντομος:
(Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι Ι 2).
5)
α) Μικρός στην ηλικία, νεαρός, νέος:
ουκ είσαι χωρικούτσικον, ουδέ μικρόν νινίτσιν (Προδρ. I 194
(σε επανάληψη επιτ.) πολύ μικρός:
μικρά μικρά ερωτόπουλα (Βέλθ. 698
β) (προκ. για το τελευταίο παιδί μιας οικογένειας) μικρότερος:
τον ύστερον, τον μικρόν Κωνσταντίνον (Διγ. Gr. 102).
6) Ο υπερθ. ελάχιστος σε χρ. όταν ιερωμένος αναφέρει τον εαυτό του, για να εκφραστεί ταπεινοφροσύνη:
Εμένα τον ελάχιστον αρχιερέων πάντων (Αρσ., Κόπ. διατρ. [1142]
εγώ ο ελάχιστος δούλος σας Συναδινός ιερεύς (Συναδ. φ. 174v).
Εκφρ.
1) Μικρός δούκας ή τοπάρχης = άρχοντας που εξουσιάζει μικρή περιοχή:
(Χρον. σουλτ. 6436, 37), (Έκθ. χρον. 8411).
2) Μικρός θείος = ο πρωτεξάδελφος των γονιών:
(Έκθ. χρον. 474).
3) Μικρός κόσμος = η οικουμένη, η κτίση:
(Ανακάλ. 94).
4) (Προς) μικράν ώραν = για λίγη ώρα:
(Διγ. Gr. 3077), (Διγ. Άνδρ. 3954).
Η λ. ως προσων.:
(Byz. Kleinchon. Á 13210, 13).
Η λ. ως ουσ. =
1) Νεαρό άτομο:
ευφραίνουνται μικροί τε και μεγάλοι (Ιμπ. 883).
2) (Προκ. για πτηνό) νεοσσός:
τα μικρά των ορνίθων (Ιερακοσ. 35428).
3) Ο μικρότερος αδελφός ή αδελφή:
είπεν η πρωτότοκη προς τη μικρή (Πεντ. Γέν. XIX 31).
4) (Στο συγκρ.) ο μαθητευόμενος, ο βοηθός:
(Τριβ., Ρε 200).
5) (Ουδ.) μικρή ποσότητα ή ποσόν:
δώσ' ελεημοσύνην εκ το μικρόν τό δύνεσαι (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 225).
6) (Θηλ.) σκάφος μικρού μεγέθους:
έναν ρηγάτικον και δύο μικρές (Μαχ. 66623).
Η γεν. μικρού επιρρ. =
1
α) Σε μικρό χρονικό διάστημα, σε λίγο:
(Ιστ. Ηπείρ. Χ18
β) πριν από μικρό χρονικό διάστημα, πριν από λίγο:
(Βίος Αλ. 4153).
2) (Με επόμ. το και) σχεδόν· παραλίγο να …:
Η μήτηρ (ενν. του αμιρά) … μικρού γαρ και ωρχήσατο από περιχαρείας (Διγ. Z 968).
[αρχ. επίθ. μικρός. Ο τ. σμ‑ αρχ. Η λ. και σήμ.]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback