μηνύω Verb  [minio, mhnyw]

  Verb
(0)

Etymologie zu μηνύω

μηνύω altgriechisch μηνύω


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter
Deutsche Synonyme
Noch keine deutschen Synonyme

Grammatik

Grammatik zu μηνύω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
μηνύω, minao">μηνάωμηνύουμε, μηνύομεμηνύομαιμηνυόμαστε
μηνύειςμηνύετεμηνύεσαιμηνύεστε, μηνυόσαστε
μηνύειμηνύουν(ε)μηνύεταιμηνύονται
Imper
fekt
μήνυαμηνύαμεμηνυόμουν(α)μηνυόμαστε
μήνυεςμηνύατεμηνυόσουν(α)μηνυόσαστε
μήνυεμήνυαν, μηνύαν(ε)μηνυόταν(ε)μηνύονταν
Aoristμήνυσαμηνύσαμεμηνύθηκαμηνυθήκαμε
μήνυσεςμηνύσατεμηνύθηκεςμηνυθήκατε
μήνυσεμήνυσαν, μηνύσαν(ε)μηνύθηκεμηνύθηκαν, μηνυθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω μηνύσειέχουμε μηνύσειέχω μηνυθείέχουμε μηνυθεί
έχεις μηνύσειέχετε μηνύσειέχεις μηνυθείέχετε μηνυθεί
έχει μηνύσειέχουν μηνύσειέχει μηνυθείέχουν μηνυθεί
Plu
per
fekt
είχα μηνύσειείχαμε μηνύσειείχα μηνυθείείχαμε μηνυθεί
είχες μηνύσειείχατε μηνύσειείχες μηνυθείείχατε μηνυθεί
είχε μηνύσειείχαν μηνύσειείχε μηνυθείείχαν μηνυθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα μηνύωθα μηνύουμε, θα μηνύομεθα μηνύομαιθα μηνυόμαστε
θα μηνύειςθα μηνύετεθα μηνύεσαιθα μηνύεστε θα μηνυόσαστε
θα μηνύειθα μηνύουν(ε)θα μηνύεταιθα μηνύονται
Fut
ur
θα μηνύσωθα μηνύσουμε, θα μηνύσομεθα μηνυθώθα μηνυθούμε
θα μηνύσειςθα μηνύσετεθα μηνυθείςθα μηνυθείτε
θα μηνύσειθα μηνύσουν(ε)θα μηνυθείθα μηνυθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω μηνύσειθα έχουμε μηνύσειθα έχω μηνυθείθα έχουμε μηνυθεί
θα έχεις μηνύσειθα έχετε μηνύσειθα έχεις μηνυθείθα έχετε μηνυθεί
θα έχει μηνύσειθα έχουν μηνύσειθα έχει μηνυθείθα έχουν μηνυθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να μηνύωνα μηνύουμε, να μηνύομενα μηνύομαινα μηνυόμαστε
να μηνύειςνα μηνύετενα μηνύεσαινα μηνύεστε, να μηνυόσαστε
να μηνύεινα μηνύουν(ε)να μηνύεταινα μηνύονται
Aoristνα μηνύσωνα μηνύσουμε, να μηνύσομενα μηνυθώνα μηνυθούμε
να μηνύσειςνα μηνύσετενα μηνυθείςνα μηνυθείτε
να μηνύσεινα μηνύσουν(ε)να μηνυθείνα μηνυθούν(ε)
Perfνα έχω μηνύσεινα έχουμε μηνύσεινα έχω μηνυθείνα έχουμε μηνυθεί
να έχεις μηνύσεινα έχετε μηνύσεινα έχεις μηνυθείνα έχετε μηνυθεί
να έχει μηνύσεινα έχουν μηνύσεινα έχει μηνυθείνα έχουν μηνυθεί
Imper
ativ
Presμήνυεμηνύετεμηνύεστε
Aoristμήνυσεμηνύστε, μηνύσετεμηνύσουμηνυθείτε
Part
izip
Presμηνύοντας
Perfέχοντας μηνύσει
InfinAoristμηνύσειμηνυθεί





Griechische Definition zu μηνύω

μηνύω [minío] -ομαι : κάνω μήνυση: Tον μήνυσε, επειδή την εξύβρισε. Έμπορος μηνύθηκε από την αγορανομία για υπερβολικό κέρδος.

[λόγ. < αρχ. μηνύω `αποκαλύπτω΄, παθ. `καταγγέλλομαι΄]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback