μεταφέρω Verb  [metafero, metaferw]

  Verb
(25)
  Verb
(23)
  Verb
(10)
  Verb
(4)
  Verb
(3)
  Verb
(2)
  Verb
(0)
umlegen (ugs.)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu μεταφέρω

μεταφέρω altgriechisch μεταφέρω μετά + φέρω


GriechischDeutsch
Είχα από καιρό ιδιωτική ασφάλιση υγείας στο κράτος μέλος καταγωγής μου, αλλά δεν μπορώ να τη μεταφέρω στον νέο τόπο κατοικίας μου και θα υποχρεωθώ να κάνω νέα ιδιωτική ασφάλιση υγείας.Seit Langem habe ich eine private Krankenversicherung in meinem eigenen Land, kann sie aber nicht auf meinen neuen Wohnsitz übertragen, so dass ich eine neue private Krankenversicherung abschließen müsste.

Übersetzung bestätigt

Αν μεταφέρω σωστά τα λόγια του, σας ανέθεσε τελικά να προωθήσετε την ένταξη της Τουρκίας. "Wenn ich ihn richtig zitiere, dann hat er Ihnen noch die Aufgabe übertragen, die Türkei nach vorne zu bringen.

Übersetzung bestätigt

Θέλω να μεταφέρω αυτή τη ρήση με κάποια επιφύλαξη στη συζήτηση σχετικά με την οδηγία για τα ταχυδρομεία.Ich möchte diesen Spruch mit Vorbehalt auf die Diskussion zur Postrichtlinie übertragen.

Übersetzung bestätigt

Στην χώρα μου, ο αρχηγός της πολιτικής μου κατάρτισης συνηθίζει να επαναλαμβάνει πως είναι πολύ σημαντικό το "πρόγραμμα, πρόγραμμα, πρόγραμμα». Και εγώ τολμώ να μεταφέρω εδώ, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, αυτή την πρόταση απασχόλησης επαναλαμβάνοντάς την τρεις φορές: απασχόληση, απασχόληση, απασχόληση.In meiner Heimat pflegt der Spiritus rector meiner politischen Gruppierung ständig zu wiederholen, wie wichtig "Programm, Programm, Programm" sei, und ich maße es mir an, dies hier im Europäischen Parlament auf die Beschäftigung zu übertragen und dreimal zu sagen: Beschäftigung, Beschäftigung, Beschäftigung.

Übersetzung bestätigt

Μου αρέσει αυτός ο ορισμός διότι μου επιτρέπει να μεταφέρω τη νοοτροπία τους στο σύνολο δεδομένων.Ich mag diese Definition, weil es mir ermöglicht, ihre Sichtweise auf meine Daten zu übertragen.

Übersetzung nicht bestätigt



Grammatik

Grammatik zu μεταφέρω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
μεταφέρωμεταφέρουμε, μεταφέρομεμεταφέρομαιμεταφερόμαστε
μεταφέρειςμεταφέρετεμεταφέρεσαιμεταφέρεστε, μεταφερόσαστε
μεταφέρειμεταφέρουν(ε)μεταφέρεταιμεταφέρονται
Imper
fekt
μετέφερα, μετάφεραμεταφέραμεμεταφερόμουν(α)μεταφερόμαστε, μεταφερόμασταν
μετέφερες, μετάφερεςμεταφέρατεμεταφερόσουν(α)μεταφερόσαστε, μεταφερόσασταν
μετέφερε, μετάφερεμετέφεραν, μετάφεραν, μεταφέραν(ε)μεταφερόταν(ε)μεταφέρονταν, μεταφερόντανε, μεταφερόντουσαν
Aoristμετέφερα, μετάφεραμεταφέραμεμεταφέρθηκαμεταφερθήκαμε
μετέφερες, μετάφερεςμεταφέρατεμεταφέρθηκεςμεταφερθήκατε
μετέφερε, μετάφερεμετέφεραν, μετάφεραν, μεταφέραν(ε)μεταφέρθηκεμεταφέρθηκαν, μεταφερθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω μεταφέρειέχουμε μεταφέρειέχω μεταφερθείέχουμε μεταφερθεί
έχεις μεταφέρειέχετε μεταφέρειέχεις μεταφερθείέχετε μεταφερθεί
έχει μεταφέρειέχουν μεταφέρειέχει μεταφερθείέχουν μεταφερθεί
Plu
per
fekt
είχα μεταφέρειείχαμε μεταφέρειείχα μεταφερθείείχαμε μεταφερθεί
είχες μεταφέρειείχατε μεταφέρειείχες μεταφερθείείχατε μεταφερθεί
είχε μεταφέρειείχαν μεταφέρειείχε μεταφερθείείχαν μεταφερθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα μεταφέρωθα μεταφέρουμε, θα μεταφέρομεθα μεταφέρομαιθα μεταφερόμαστε
θα μεταφέρειςθα μεταφέρετεθα μεταφέρεσαιθα μεταφέρεστε, θα μεταφερόσαστε
θα μεταφέρειθα μεταφέρουν(ε)θα μεταφέρεταιθα μεταφέρονται
Fut
ur
θα μεταφέρωθα μεταφέρουμε, θα μεταφέρομεθα μεταφερθώθα μεταφερθούμε
θα μεταφέρειςθα μεταφέρετεθα μεταφερθείςθα μεταφερθείτε
θα μεταφέρειθα μεταφέρουν(ε)θα μεταφερθείθα μεταφερθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω μεταφέρειθα έχουμε μεταφέρειθα έχω μεταφερθείθα έχουμε μεταφερθεί
θα έχεις μεταφέρειθα έχετε μεταφέρειθα έχεις μεταφερθείθα έχετε μεταφερθεί
θα έχει μεταφέρειθα έχουν μεταφέρειθα έχει μεταφερθείθα έχουν μεταφερθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να μεταφέρωνα μεταφέρουμε, να μεταφέρομενα μεταφέρομαινα μεταφερόμαστε
να μεταφέρειςνα μεταφέρετενα μεταφέρεσαινα μεταφέρεστε, να μεταφερόσαστε
να μεταφέρεινα μεταφέρουν(ε)να μεταφέρεταινα μεταφέρονται
Aoristνα μεταφέρωνα μεταφέρουμε, να μεταφέρομενα μεταφερθώνα μεταφερθούμε
να μεταφέρειςνα μεταφέρετενα μεταφερθείςνα μεταφερθείτε
να μεταφέρεινα μεταφέρουν(ε)να μεταφερθείνα μεταφερθούν(ε)
Perfνα έχω μεταφέρεινα έχουμε μεταφέρεινα έχω μεταφερθείνα έχουμε μεταφερθεί
να έχεις μεταφέρεινα έχετε μεταφέρεινα έχεις μεταφερθείνα έχετε μεταφερθεί
να έχει μεταφέρεινα έχουν μεταφέρεινα έχει μεταφερθείνα έχουν μεταφερθεί
Imper
ativ
Presμεταφέρεμεταφέρετεμεταφέρεστε
Aoristμεταφέρεμεταφέρετε, μεταφέρτεμεταφέρουμεταφερθείτε
Part
izip
Presμεταφέρονταςμεταφερόμενος
Perfέχοντας μεταφέρειμεταφερμένος, -η, -ομεταφερμένοι, -ες, -α
InfinAoristμεταφέρειμεταφερθεί























Griechische Definition zu μεταφέρω

μεταφέρω [metaféro] -ομαι Ρ αόρ. μετέφερα, απαρέμφ. μεταφέρει, παθ. αόρ. μεταφέρθηκα, απαρέμφ. μεταφερθεί, μππ. μεταφερμένος : 1. (ιδ. για υλικό αντικ.) μετακινώ κπ. ή κτ. έτσι ώστε να βρεθεί σε άλλο σημείο του χώρου, συνήθ. σχετικά απομακρυσμένο: Tο πλοίο μεταφέρει επιβάτες κι εμπορεύματα. Ο τραυματίας μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο. μεταφέρω κτ. στον ώμο / στην πλάτη. μεταφέρω ένα φορτίο με αυτοκίνητο / με τρένο / με πλοίο / με αεροπλάνο. Mεταφέρεται ένα μαγαζί / εργαστήριο / γραφείο…, από το χώρο, ιδίως το οίκημα, που βρίσκεται σε άλλον: Tο κατάστημα μεταφέρθηκε στην οδό Πανεπιστημίου. Mεταφερθήκαμε, μεταφέραμε το μαγαζί, μας, το εργαστήριό μας κτλ. || Tον έπιασαν να μεταφέρει ναρκωτικά / λαθραία τσιγάρα κτλ. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback