{η}  μεραρχία Subst.  [merarchia, merarxia]

{die}    Subst.
(72)
{die}    Subst.
(3)
{die}    Subst.
(0)

Etymologie zu μεραρχία

μεραρχία (λόγιο) Koine-Griechisch μεραρχία (δύο χιλιαρχίες)[1] μεράρχ(ης) + -ία (μέρος + άρχω)


GriechischDeutsch
14η μεραρχία.Division.

Übersetzung bestätigt

Υπό την ιδιότητά του αυτή, είναι υπεύθυνος για τις θηριωδίες και τις σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που διαπράχθηκαν από την 99η μεραρχία ελαφρού πεζικού το δεύτερο εξάμηνο του 2017 κατά των Rohingya της πολιτείας Rakhine.Brigadegeneral Than Oo ist Befehlshaber der 99. Leichten-Infanterie-Division der Streitkräfte Myanmars (Tatmadaw).

Übersetzung bestätigt

Υπό την ιδιότητά του αυτή, είναι υπεύθυνος για τις θηριωδίες και τις σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που διαπράχθηκαν από την 33η μεραρχία ελαφρού πεζικού το δεύτερο εξάμηνο του 2017 κατά των Rohingya της πολιτείας Rakhine.Brigadegeneral Aung Aung ist Befehlshaber der 33. Leichten-Infanterie-Division der Streitkräfte Myanmars (Tatmadaw).

Übersetzung bestätigt

Υπό την ιδιότητά του αυτή, είναι υπεύθυνος για τις θηριωδίες και τις σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που διαπράχθηκαν από τη 99η μεραρχία ελαφρού πεζικού το δεύτερο εξάμηνο του 2017 κατά των Rohingya στην πολιτεία Rakhine.In diesem Zusammenhang ist er verantwortlich für die von der 99. Leichten-Infanterie-Division begangenen Gräueltaten und schweren Menschenrechtsverletzungen gegen die Bevölkerungsgruppe der Rohingya im Bundesstaat Rakhine während der zweiten Jahreshälfte 2017.

Übersetzung bestätigt

Υπό την ιδιότητά του αυτή, είναι υπεύθυνος για τις θηριωδίες και τις σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που διαπράχθηκαν από την 33η μεραρχία ελαφρού πεζικού το δεύτερο εξάμηνο του 2017 κατά των Rohingya στην πολιτεία Rakhine.In diesem Zusammenhang ist er verantwortlich für die von der 33. Leichten-Infanterie-Division begangenen Gräueltaten und schweren Menschenrechtsverletzungen gegen die Bevölkerungsgruppe der Rohingya im Bundesstaat Rakhine während der zweiten Jahreshälfte 2017.

Übersetzung bestätigt





Griechische Definition zu μεραρχία

μεραρχία η [merarxía] : (στρατ.) στρατιωτική μονάδα του στρατού ξηράς, μικρότερη από το σώμα και μεγαλύτερη από την ταξιαρχία, που διαθέτει μονάδες διάφορων όπλων και σωμάτων υπό ενιαία διοίκηση, έχει στρατηγική αυτοτέλεια και διοικείται συνήθ. από υποστράτηγο: Διοικητής / επιτελείο της μεραρχίας. Mηχανοκίνητη / τεθωρακισμένη μεραρχία. Δύο τουλάχιστον μεραρχίες αποτελούν ένα σώμα στρατού.

[λόγ. < ελνστ. μεραρχία `σώμα δύο χιλιαρχιών΄]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback