{το}  μάτι Subst.  [mati]

{das}    Subst.
(3341)

Etymologie zu μάτι

μάτι mittelgriechisch μάτι / μάτιν ὀμμάτιν altgriechisch ὀμμάτιον, υποκοριστικό του ὄμμα (μάτι) *ὄπ-μα indoeuropäisch (Wurzel) *op- / *okʷ-


GriechischDeutsch
Να μην έρθει σε επαφή με τα μάτια, με το δέρμα ή με τα ρούχα.Nicht in die Augen, auf die Haut oder auf die Kleidung gelangen lassen.

Übersetzung bestätigt

«Τοξικό σε επαφή με τα μάτια»„Giftig bei Berührung mit den Augen

Übersetzung bestätigt

Εκτός από το κατάλληλο εικονόγραμμα για την οξεία τοξικότητα, μπορεί να προστεθεί εικονόγραμμα για τη διαβρωτικότητα (που χρησιμοποιείται για τη διαβρωτικότητα στο δέρμα και στα μάτια) μαζί με τη δήλωση «διαβρωτικό της αναπνευστικής οδού».Neben dem entsprechenden Piktogramm für akute Toxizität kann auch ein Piktogramm für Ätzwirkung (für Haut und Augen genutzt) zusammen mit dem Hinweis „Wirkt ätzend auf die Atemwege“ hinzugefügt werden.

Übersetzung bestätigt

Εάν σημειωθούν σε χαρτί probit, τα σημεία προσαρμόζονται σε ευθεία γραμμή είτε με το μάτι, είτε με αναγωγή διυπολογισμού.Bei Verwendung von Wahrscheinlichkeitspapier wird die Gerade — entweder mit bloßem Auge oder über Regressionsrechnung — an die Messwerte angepasst.

Übersetzung bestätigt

Οι ακόλουθοι ιστοί διατηρούνται σε στερεωτικό μέσο κατάλληλο και για τον τύπο ιστού και για το είδος ιστοπαθολογικής εξέτασης στο οποίο ενδεχομένως υποβληθεί ο εν λόγω ιστός στο μέλλον: όλες οι μακροσκοπικές βλάβες, ο εγκέφαλος (αντιπροσωπευτικές περιοχές στις οποίες περιλαμβάνονται το άνω τμήμα του εγκεφάλου, η παρεγκεφαλίδα και ο μυελός/γέφυρα), ο νωτιαίος μυελός (σε τρία επίπεδα: αυχενικός, μεσοθωρακικός και οσφυϊκός), η υπόφυση, τα μάτια, ο θυρεοειδής, ο παραθυρεοειδής, ο θύμος, ο οισοφάγος, οι σιελογόνοι αδένες, ο στόμαχος, το λεπτό και το παχύ έντερο (συμπεριλαμβανομένων των κηλίδων του Peyer), το ήπαρ, η χοληδόχος κύστη, το πάγκρεας, οι νεφροί, τα επινεφρίδια, η σπλήνα, η καρδιά, η τραχεία και οι πνεύμονες, η αορτή, οι γονάδες, η μήτρα, τα βοηθητικά γεννητικά όργανα, ο θηλαστικός αδένας θήλεος. ο προστάτης, η ουροδόχος κύστη, η χοληδόχος κύστη, οι λεμφαδένες (κατά προτίμηση ένας λεμφαδένας που καλύπτει την οδό χορήγησης και ένας άλλος, απομακρυσμένος ως προς την οδό χορήγησης, ο οποίος καλύπτει τις επιπτώσεις στο σωματικό σύστημα), το περιφερειακό νεύρο (ισχιακό ή κνημιαίο) κατά προτίμηση κοντά στον μυ, τμήμα του μυελού οστού (ή/και νωπός μυελός οστού λαμβανόμενος με αναρρόφηση) και το δέρμα.Die folgenden Gewebe sind in dem für Gewebsarten und die vorgesehene nachfolgende histopathologische Untersuchung am besten geeigneten Fixierungsmedium aufzubewahren: alle Gewebe mit makroskopischen Läsionen, Gehirn (repräsentative Bereiche, insbesondere Cerebrum, Cerebellum und Medulla/Pons), Rückenmark (auf drei Ebenen: cervical, mittlerer Thoraxbereich, und lumbar), Hypophyse, Augen, Schilddrüse, Nebenschilddrüse, Thymusdrüse, Speiseröhre, Speicheldrüsen, Magen, Dünnund Dickdarm (einschließlich Peyer'schen Platten), Leber, Gallenblase, Bauchspeicheldrüse, Nieren, Nebennieren, Milz, Herz, Luftröhre und Lungen, Aorta, Gonaden, Uterus, akzessorische Geschlechtsorgane, weibliche Brustdrüsen, Prostata, Harnblase, Lymphknoten (vorzugsweise ein Lymphknoten des Verabreichungswegs und ein weiterer vom Verabreichungsweg entfernter, um systemische Wirkungen abzudecken), periphere Nerven (N. ischiadicus oder N. tibialis), vorzugsweise in der Nähe des Muskels, ein Knochenmarksschnitt (und/oder ein frisches Knochenmark-Aspirat) und Haut.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
οφθαλμός
όμμα
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung



Griechische Definition zu μάτι

μάτι το [máti] : I. το αισθητήριο όργανο της όρασης· οφθαλμός: Mάτια ανθρώπου / ζώου. Bολβός / κόρη / ίριδα του ματιού. Δακρύζουν τα μάτια κάποιου. Bγάζω το μάτι κάποιου, το καταστρέφω με σκληρό όργανο. 1α. το μάτι ως όργανο επαφής με τον εξωτερικό κόσμο: Tου σκέπασαν τα μάτια για να μη βλέπει. Σηκώνω / χαμηλώνω τα μάτια, κοιτάζω πάνω / κάτω. || (λογοτ.): Bλέπει με τα μάτια της ψυχής / της φαντασίας. ΦΡ και εκφράσεις …να δουν* τα μάτια σου. με γυμνό* μάτι. με την τσίμπλα* στο μάτι. με το μάτι, για πρόχειρο υπολογισμό. πέφτω* στα μάτια κάποιου. εξυψώνω* κπ. στα μάτια κάποιου. μέσα / μπροστά στα μάτια μου, ακριβώς μπροστά μου: Mπροστά στα μάτια μας έγινε το δυστύχημα. έχω τα μάτια μου τέσσερα / δεκατέσσερα, προσέχω πολύ. τα μάτια σου τέσσερα / δεκατέσσερα, πρόσεχε πολύ. χτυπάει* κτ. στο μάτι μου. κάνω τα στραβά* μάτια. κόβει* το μάτι μου. (ρίχνω) στάχτη* στα μάτια κάποιου. ένα τρίτο μάτι: α. ένας ακόμη άνθρωπος: Kαλό θα ήταν το χειρόγραφο να το έβλεπε και ένα τρίτο μάτι. β. ένας ουδέτερος κριτής: Ένα τρίτο μάτι βλέπει πιο αντικειμενικά. (παίρνω / βλέπω κπ. ή κτ.) με / από καλό / κακό μάτι, για ευνοϊκή / δυσμενή διάθεση. (βλέπω / κοιτάζω κπ.) με μισό μάτι, για εχθρότητα ή καχυποψία. δεν έχω μάτια να δω κπ. ή με τι μάτια να δω κπ., ντρέπομαι ή αποφεύγω να τον δω. δεν έχει μάτια για άλλον, για κπ. που είναι πιστός, που δεν τον συγκινεί ερωτικά κάποιος άλλος. δε χορταίνει το μάτι κάποιου, είναι άπληστος, δεν ικανοποιείται με όσα υλικά αγαθά και αν αποκτήσει. κάνω (τα) γλυκά* μάτια σε κπ. τρώω* κπ. / κτ. με τα μάτια. γδύνω* κπ. με τα μάτια. γυαλίζει* το μάτι του. έχω / βάζω κπ. στο μάτι, επιθυμώ να τον βλάψω. βάζω κτ. στο μάτι, επιθυμώ να το αποχτήσω. μπαίνω στο μάτι κάποιου, τον ενοχλώ ή προκαλώ το φθόνο του. με άλλο μάτι, από διαφορετι κή σκοπιά: Ένας τρίτος βλέπει την υπόθεση με άλλο μάτι. τον φοβήθηκε το μάτι μου, για κπ. που με τις πράξεις του προκαλεί το φόβο. για τα μάτια (του κόσμου), για προσποιητή συμπεριφορά, για να τηρηθούν τα προσχήματα: Tον προσκάλεσαν στο σπίτι τους για τα μάτια του κόσμου. Ού τε για τα μάτια δε μου κάνει το τραπέζι. δε μου γεμίζει* το μάτι. δεν το(ν) πιάνει* το μάτι σου. βγάζει μάτι, για οτιδήποτε προκαλεί έντονη αντίδραση ή δυσαρέσκεια. θόλωσε* το μάτι του. (έγινε) γαρίδα* το μάτι (του). (λαϊκ.) παίρνω μάτι, για ηδονοβλεψία, παρακολουθώ. ΠAΡ H πραμάτεια θέλει μάτια, ο αγοραστής πρέπει να προσέχει ό,τι αγοράζει. Φάτε μάτια ψάρια* και κοιλιά περίδρομο. β. το μάτι ως το κυριότερο όργανο του ανθρώπου: Aγαπώ / φυλάω / προσέχω κτ. σαν τα μάτια μου, πάρα πολύ. (ως ευχή) να χαρείς τα μάτια σου. Mάτια μου!, ως οικεία προσφώνηση. ΦΡ παίρνω τα μάτια μου και φεύγω, φεύγω απογοητευμένος και οριστικά. βγάζω / τρώω το μάτι κάποιου, του προκαλώ μεγάλο κακό. βγάζω τα μάτια σε κτ., το χαλώ, το καταστρέφω. βγάζω τα μάτια μου, καταστρέφομαι και χυδαία συνουσιάζομαι. ΠAΡ Kαλύτερα / κάλλιο να σου βγει το μάτι παρά το όνομα, είναι προτιμότερη μια σοβαρή σωματική αναπηρία από την κακή φήμη. Tο γινάτι* βγάζει μάτι. Kόρακας* κοράκου μάτι δε βγάζει. Σκαλίζοντας η κότα* βγάζει το μάτι της. γ. το μάτι ως βασικό στοιχείο εξωτερικής εμφάνισης και ιδίως ομορφιάς: Mάλωσαν για τα μάτια μιας χορεύτριας. ΠAΡ Άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας, για έντονη ποιοτική διαφορά ανάμεσα σε πράγματα τυπικά όμοια. Mάτια που δε βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται*. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback