{το}  μάθημα Subst.  [mathima, mathhma]

{die}    Subst.
(1453)
{der}    Subst.
(591)
{die}    Subst.
(38)
(8)
{das}    Subst.
(7)
{der}  
Denkzettel (ugs.)
  Subst.
(7)
{das}    Subst.
(3)
{das}    Subst.
(2)
{die}    Subst.
(2)
{die}    Subst.
(0)

Etymologie zu μάθημα

μάθημα altgriechisch μάθημα


GriechischDeutsch
Jean-Claude JUNCKER, ότι οι Ευρωπαίοι δεν μπορούν να θέλουν να θέλουν να δίνουν μαθήματα σε όλο τον κόσμο για το θέμα των θεμελιωδών δικαιωμάτων και, ταυτόχρονα, ορισμένα κράτη μέλη να αντιτίθενται στην ενσωμάτωση των εν λόγω δικαιωμάτων στις συνθήκες.Danach könne es nicht angehen, dass die Europäer in Bezug auf die Grundrechte der Bürger zwar der ganzen Welt eine Lektion erteilen möchten, aber gleichzeitig bestimmte Mitgliedstaaten dagegen seien, diese Rechte in die Verträge aufzunehmen.

Übersetzung bestätigt

Μέρος της εκστρατείας για την αύξηση της ευαισθητοποίησης ήταν η εκδήλωση «Noηματική γλώσσα: μια από τις τέσσερις γλώσσες» που διοργάνωσε η Φινλανδική Ένωση Κωφών και στο πλαίσιο της οποίας δημιουργήθηκε υλικό για μαθήματα εκμάθησης νοηματικής γλώσσας το οποίο διανεμήθηκε σε 1.200 γυμνάσια και λύκεια στη Φινλανδία.Im Rahmen seiner Aufklärungskampagne “Gebärdensprache: Eine von vier Sprachen” entwickelte der Finnische Gehörlosen-Verband ein Materialpaket aus Gebärdensprache-Lektionen, das an 1 200 finnische Sekundarschulen (Stufen I und II) verteilt wurde.

Übersetzung bestätigt

Επειτα γιατί δεν είμαστε πια σίγουροι σήμερα ότι όλος ο κόσμος έμαθε το τρομερό μάθημα εκείνης της εποχής.Aber auch, weil wir heutzutage nicht mehr so sicher sind, dass die grausame Lektion dieses Zeitabschnittes von jedermann unvergessen geblieben ist.

Übersetzung bestätigt

Ποιες οι εγγυήσεις ότι η ασφάλεια των κρατών μας θα διασφαλισθεί στα πλαίσια της ανάπτυξης μιας τεχνολογίας, της οποίας οι κύριοι φορείς ανήκουν σε μια μεγάλη δύναμη, η οποία μολονότι δίνει μαθήματα φιλελευθερισμού σε ολόκληρο τον κόσμο, δεν ξεχνά ποτέ, σε ό,τι την αφορά, να τηρείται ρητά από τις επιχειρήσεις της η έννοια του εθνικού συμφέροντος;Welche Garantien gibt es für die Gewährleistung der Sicherheit unserer Staaten im Rahmen der Entwicklung einer Technologie, deren wichtigste Akteure einer Großmacht angehören, die zwar der ganzen Welt Lektionen in Liberalismus erteilt, ihrerseits jedoch stets darauf achtet, daß ihre Auffassungen von nationalem Interesse von ihren Unternehmen peinlichst genau durchgesetzt werden?

Übersetzung bestätigt

Η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να ανησυχήσει και, αντί να δίνει μαθήματα στις γυναίκες του κόσμου, πέντε χρόνια μετά το Πεκίνο, το καλύτερο που θα είχε να κάνει θα ήταν να βάλει τάξη στα του οίκου της.Die Europäische Union muß alarmiert werden, und anstatt den Frauen der Welt im Vorfeld von Peking +5 Lektionen zu erteilen, sollte man lieber vor der eigenen Tür kehren.

Übersetzung bestätigt



Grammatik

Grammatik zu μάθημα


Singular

Plural

Nominativdie Lektion

die Lektionen

Genitivder Lektion

der Lektionen

Dativder Lektion

den Lektionen

Akkusativdie Lektion

die Lektionen






Singular

Plural

Nominativdie Unterrichtsstunde

die Unterrichtsstunden

Genitivder Unterrichtsstunde

der Unterrichtsstunden

Dativder Unterrichtsstunde

den Unterrichtsstunden

Akkusativdie Unterrichtsstunde

die Unterrichtsstunden






Singular

Plural

Nominativder Denkzettel

die Denkzettel

Genitivdes Denkzettels

der Denkzettel

Dativdem Denkzettel

den Denkzetteln

Akkusativden Denkzettel

die Denkzettel








Singular

Plural

Nominativdie Hausaufgabe

die Hausaufgaben

Genitivder Hausaufgabe

der Hausaufgaben

Dativder Hausaufgabe

den Hausaufgaben

Akkusativdie Hausaufgabe

die Hausaufgaben




Singular

Plural

Nominativdie Schulaufgabe

die Schulaufgaben

Genitivder Schulaufgabe

der Schulaufgaben

Dativder Schulaufgabe

den Schulaufgaben

Akkusativdie Schulaufgabe

die Schulaufgaben




Griechische Definition zu μάθημα

μάθημα το [máθima] : 1. σύνολο γνώσεων που προέρχονται από ορισμένες επιστήμες και είναι κατάλληλα οργανωμένες για να διδάσκονται σε εκπαιδευτικά ιδρύματα: Tο μάθημα της γραμματικής / της ιστορίας / των μαθηματικών / της φυσικής. Ποιο είναι το αγαπημένο σου μάθημα; α. η διδασκαλία ενός μαθήματος συνήθ. σύμφωνα με ορισμένο πρόγραμμα: H B' τάξη έχει δέκα μαθήματα, η Γ' δώδεκα. μάθημα σε σχολείο / σε φροντιστήριο. Περνώ / κόβομαι σε ένα μάθημα. Tο μάθημα ενός καθηγητή, που αυτός το διδάσκει. Παραδίδω μάθημα, διδάσκω. Mαθήματα με αλληλογραφία. Δίνω μαθήματα, παραδίδω μαθήματα. || (επέκτ.) για τη διδασκαλία άλλων γνώσεων ή δραστηριοτήτων: Mαθήματα χορού / κιθάρας / ραπτικής / κομμωτικής / οδήγησης. || (πληθ.) η λειτουργία των σχολείων: Aρχίζουν / τελειώνουν τα μαθήματα. Έναρξη / λήξη των μαθημάτων. Διακοπή των μαθημάτων λόγω Xριστουγέννων / Πάσχα. β. διδασκαλία, που διαρκεί συνήθ. επί μία διδακτική ώρα: Πηγαίνω στο μάθημα. Λείπω / απουσιάζω από το μάθημα. Ο καθηγητής λείπει· δε θα γίνει το μάθημά του σήμερα. || Εναρκτήριο* / ιδιαίτερο* μάθημα. γ. τμήμα από την ύλη ορισμένου κλάδου γνώσεων που το διδάσκεται κανείς συνήθ. σε μια χρονική περίοδο: Mελετώ το μάθημα. Έχω να ετοιμάσω για αύριο πέντε μαθήματα. Mαθήματα για το πτυχίο. Yποχρεωτικά μαθήματα. Mαθήματα επιλογής. Προαπαιτούμενα μαθήματα. Mαθήματα κορμού / δέσμης. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback