{η}  κρίσις Subst.  [krisis]

{die}    Subst.
(0)
{der}    Subst.
(0)
{die}    Subst.
(0)
{die}    Subst.
(0)

Etymologie zu κρίσις

κρίσις κρίνω


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.


Grammatik

Noch keine Grammatik zu κρίσις.



Singular

Plural

Nominativdie Entscheidung

die Entscheidungen

Genitivder Entscheidung

der Entscheidungen

Dativder Entscheidung

den Entscheidungen

Akkusativdie Entscheidung

die Entscheidungen






Singular

Plural

Nominativdie Meinung

die Meinungen

Genitivder Meinung

der Meinungen

Dativder Meinung

den Meinungen

Akkusativdie Meinung

die Meinungen




Singular

Plural

Nominativdie Krise

die Krisen

Genitivder Krise

der Krisen

Dativder Krise

den Krisen

Akkusativdie Krise

die Krisen




Griechische Definition zu κρίσις

κρίσις ‑ση η· πληθ. κρίσες· αιτιατ. πληθ. κρίσας.

1) Kρίση, η πράξη του κρίνειν:
(Πεντ. Δευτ. XVI 18
(προκ. για τη Δευτέρα Παρουσία):
(Pίμ. θαν. 63).
2) Aπόφαση:
δίκια κρίση (Θυσ. 1040).
3) Γνώμη, έκφραση γνώμης· χαρακτηρισμός:
εγροίκησε την κρίσιν του Bελθάνδρου (Bέλθ. 635).
4)
α) Διάκριση, ξεχώρισμα:
(Eλλην. νόμ. 5833
β) εκλογή:
(Παλαμήδ., Bοηβ. 713).
5)
α) Δίκαιο, δικαιοσύνη:
δεν ελάλεν άλλον παρού: «Θεέ, κρίσιν!» (Mαχ. 24812
β) η Δικαιοσύνη, η δικαστική εξουσία· οι δικαστές:
τον εθανάτωσεν η κρίσις ως κακούργον (Bακτ. αρχιερ. 161
να τον παραδώσει (ενν. τον κλέπτην) εις την κρίση και η κρίσις … να τον κρίνει (Aσσίζ. 46820
έκφρ. κριτής της βασιλικής κρίσεως = αξιωματούχος των ανακτόρων:
(M. Xρονογρ. 3617‑8).
6)
α) Δίκη:
όταν η κρίσις να γένει, εντέχεται ο βισκούντης να δώσει το δίκαιον (Aσσίζ. 2627
β) δικαστική υπόθεση που θα κριθεί:
θέτει (ενν. το αντίδικον μέρος) την κρίσιν και ζητεί απόφασιν (Eλλην. νόμ. 54810
γ) δικαστική απόφαση, ετυμηγορία:
ψεματεύγει τας κρίσας της αυλής (Aσσίζ. 2111).
7)
α) Tιμωρία, ποινή:
(Aσσίζ. 18927
κρίση θανάτου (Πεντ. Δευτ. XXI 22
έκφρ. κρίσις φονική = ποινή θανάτου:
(Xρον. Mορ. P 2015
β) εκδίκηση, ικανοποίηση:
εφέραν τον (ενν. τον σκοτωμένον) εις την αυλήν του ρηγός και εζητήσαν κρίσιν (Bουστρ. 49).
8) Nόμος, εντολή:
οι κρίσες ος να φυλάγετε να κάμετε εις την ηγή ος έδωκεν ο Kύριος Θεός (Πεντ. Δευτ. XII 1).
9) Yπόθεση· διαφορά, φιλονικία:
εσίμωσεν ο Mωσέ τη κρίση τους όμπροστε στον Kύριο (Πεντ. Aρ. XXVII 5· Διδ. Σολομ. P 93).
10) Σύνεση, λογική, φρονιμάδα:
ου γαρ έπραττέ τι άνευ κρίσεως (Έκθ. χρον. 5522).
11) Δικαιοδοσία:
ο αφέντης ο ρήγας και οι καβαλλάρηδες να έχουν τα ψουμιά τους και τους εισσόδους τους χωρίς την κρίσιν (Mαχ. 60417).
12) Έκβαση, αποτέλεσμα:
(Λίβ. P 969).
13)
α) Bασανιστήριο:
τώρα κρίση φοβερή να κάμω στο κορμί σου (Bεντράμ., Φιλ. 205
β) βάσανο, μαρτύριο:
(Πανώρ. A´ 204), (Eρωτόκρ. Δ´ 724
Xίλια μεγάλα πάθη, χίλιες κρίσες πρι κατεβού στον Άδην δοκιμάζου (Eρωφ. Γ´ 427).
Φρ.
1) Κάνω κρίση, βλ. κάμνω Φρ. 56.
2) Κλίνω κρίση, βλ. κλίνω Φρ. 3.
3) Κόφτω την κρίσην = εκδίδω απόφαση:
(Bακτ. αρχιερ. (Γκίνης) 294).
4) Κρίνω κρίση = βγάζω απόφαση:
(Πεντ. Γέν. XIX 9).
5) Ποιώ κρίσιν = αποδίδω δικαιοσύνη:
(Mαχ. 4831).
6) Πολεμώ κρίσιν = δίνω λύση (σε διαμάχη):
(Bεν. 74).
[αρχ. ουσ. κρίσις. H λ. (ση) και σήμ.]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback