κουνώ Verb  [kuno, koynw]

  Verb
(2)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu κουνώ

κουνώ mittelgriechisch κουνώ altgriechisch κινέω/ κινῶ


GriechischDeutsch
Με το ζόρι τα κουνώ.Ich kann sie kaum bewegen.

Übersetzung nicht bestätigt

Δεν ξέρεις πόσες φορές, εντελώς ξαφνικά φαντάζομαι πως κουνώ τα χέρια και τα δάχτυλά μου και σηκώνομαι απ' το καρότσι... και τρέχω.Du ahnst nicht, wie oft ich mir plötzlich vorstelle, dass sich meine Hände zu bewegen beginnen, und meine Finger auch, und ich vom Stuhl aufstehe und zu laufen beginne.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu κουνώ

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κουνάω, κουνώκουνάμε, κουνούμεκουνιέμαικουνιόμαστε
κουνάςκουνάτεκουνιέσαικουνιέστε, κουνιόσαστε
κουνάει, κουνάκουνάν(ε), κουνούν(ε)κουνιέταικουνιούνται, κουνιόνται
Imper
fekt
κουνούσα, κούναγακουνούσαμε, κουνάγαμεκουνιόμουν(α)κουνιόμαστε, κουνιόμασταν
κουνούσες, κούναγεςκουνούσατε, κουνάγατεκουνιόσουν(α)κουνιόσαστε, κουνιόσασταν
κουνούσε, κούναγεκουνούσαν(ε), κούναγαν, κουνάγανεκουνιόταν(ε)κουνιόνταν(ε), κουνιούνταν, κουνιόντουσαν
Aoristκούνησακουνήσαμεκουνήθηκακουνηθήκαμε
κούνησεςκουνήσατεκουνήθηκεςκουνηθήκατε
κούνησεκούνησαν, κουνήσαν(ε)κουνήθηκεκουνήθηκαν, κουνηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω κουνήσει
έχω κουνημένο
έχουμε κουνήσει
έχουμε κουνημένο
έχω κουνηθεί
είμαι κουνημένος, -η
έχουμε κουνηθεί
είμαστε κουνημένοι, -ες
έχεις κουνήσει
έχεις κουνημένο
έχετε κουνήσει
έχετε κουνημένο
έχεις κουνηθεί
είσαι κουνημένος, -η
έχετε κουνηθεί
είστε κουνημένοι, -ες
έχει κουνήσει
έχει κουνημένο
έχουν κουνήσει
έχουν κουνημένο
έχει κουνηθεί
είναι κουνημένος, -η, -ο
έχουν κουνηθεί
είναι κουνημένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα κουνήσει
είχα κουνημένο
είχαμε κουνήσει
είχαμε κουνημένο
είχα κουνηθεί
ήμουν κουνημένος, -η
είχαμε κουνηθεί
ήμαστε κουνημένοι, -ες
είχες κουνήσει
είχες κουνημένο
είχατε κουνήσει
είχατε κουνημένο
είχες κουνηθεί
ήσουν κουνημένος, -η
είχατε κουνηθεί
ήσαστε κουνημένοι, -ες
είχε κουνήσει
είχε κουνημένο
είχαν κουνήσει
είχαν κουνημένο
είχε κουνηθεί
ήταν κουνημένος, -η, -ο
είχαν κουνηθεί
ήταν κουνημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κουνάω, θα κουνώθα κουνάμε, θα κουνούμεθα κουνιέμαιθα κουνιόμαστε
θα κουνάςθα κουνάτεθα κουνιέσαιθα κουνιέστε, θα κουνιόσαστε
θα κουνάει, θα κουνάθα κουνάν(ε), θα κουνούν(ε)θα κουνιέταιθα κουνιούνται, θα κουνιόνται
Fut
ur
θα κουνήσωθα κουνήσουμε, θα κουνήσομεθα κουνηθώθα κουνηθούμε
θα κουνήσειςθα κουνήσετεθα κουνηθείςθα κουνηθείτε
θα κουνήσειθα κουνήσουν(ε)θα κουνηθείθα κουνηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κουνήσει
θα έχω κουνημένο
θα έχουμε κουνήσει
θα έχουμε κουνημένο
θα έχω κουνηθεί
θα είμαι κουνημένος, -η
θα έχουμε κουνηθεί
θα είμαστε κουνημένοι, -ες
θα έχεις κουνήσει
θα έχεις κουνημένο
θα έχετε κουνήσει
θα έχετε κουνημένο
θα έχεις κουνηθεί
θα είσαι κουνημένος, -η
θα έχετε κουνηθεί
θα είστε κουνημένοι, -ες
θα έχει κουνήσει
θα έχει κουνημένο
θα έχουν κουνήσει
θα έχουν κουνημένο
θα έχει κουνηθεί
θα είναι κουνημένος, -η, -ο
θα έχουν κουνηθεί
θα είναι κουνημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κουνάω, να κουνώνα κουνάμε, να κουνούμενα κουνιέμαινα κουνιόμαστε
να κουνάςνα κουνάτενα κουνιέσαινα κουνιέστε, να κουνιόσαστε
να κουνάει, να κουνάνα κουνάν(ε), να κουνούν(ε)να κουνιέταινα κουνιούνται, να κουνιόνται
Aoristνα κουνήσωνα κουνήσουμε, να κουνήσομενα κουνηθώνα κουνηθούμε
να κουνήσειςνα κουνήσετενα κουνηθείςνα κουνηθείτε
να κουνήσεινα κουνήσουν(ε)να κουνηθείνα κουνηθούν(ε)
Perfνα έχω κουνήσει
να έχω κουνημένο
να έχουμε κουνήσει
να έχουμε κουνημένο
να έχω κουνηθεί
να είμαι κουνημένος, -η
να έχουμε κουνηθεί
να είμαστε κουνημένοι, -ες
να έχεις κουνήσει
να έχεις κουνημένο
να έχετε κουνήσει
να έχετε κουνημένο
να έχεις κουνηθεί
να είσαι κουνημένος, -η
να έχετε κουνηθεί
να είστε κουνημένοι, -η
να έχει κουνήσει
να έχει κουνημένο
να έχουν κουνήσει
να έχουν κουνημένο
να έχει κουνηθεί
να είναι κουνημένος, -η, -ο
να έχουν κουνηθεί
να είναι κουνημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκούνα, κούναγεκουνάτεκουνιέστε
Aoristκούνησε, κούνακουνήστεκουνήσουκουνηθείτε
Part
izip
Presκουνώντας
Perfέχοντας κουνήσει, έχοντας κουνημένοκουνημένος, -η, -οκουνημένοι, -ες, -α
InfinAoristκουνήσεικουνηθεί













Griechische Definition zu κουνώ

κουνώ [kunó] & -άω, -ιέμαι : 1α. αλλάζω τη θέση ή τη στάση ενός πράγματος, συνήθ. όταν πρόκειται για κτ. του οποίου το ένα άκρο είναι σταθερό: Ο αέρας κουνάει τα κλαδιά των δέντρων. Kούνησε τη μηλιά, την τίναξε. Δεν κουνιόταν φύλλο, για απόλυτη νηνεμία. Mας κούνησε το μαντίλι, για αποχαιρετισμό. Tα παιδιά κουνούσαν σημαιούλες. || ανακινώ κτ.: Kουνήστε καλά το μπουκάλι πριν από κάθε χρήση. ΦΡ δεν κουνιέται φύλλο*. β. για μέλη του σώματος: Mιλούσε κουνώντας ζωηρά τα χέρια του. Mας κούνησε το χέρι, για χαιρετισμό ή για αποχαιρετισμό. Kούνησε το κεφάλι του αποδοκιμαστικά. Tι κουνάς το κεφάλι σου; Mη μου κουνάς εμένα το δάχτυλο!, εννοείται απειλητικά. Ο σκύλος κούνησε χαρούμενα την ουρά του. || Kουνάω το μωρό, (στα χέρια ή στην κούνια) για να κοιμηθεί. Έλα να με κουνήσεις λίγο!, στην κούνια, στην αιώρα, στην τραμπάλα κτλ. (έκφρ.) κούνα τα χέρια σου / τα πόδια σου!, κάνε γρήγορα! ΦΡ δεν κούνησε ούτε το μικρό του δαχτυλάκι*. κούνια* που σε κούναγε! κουνάει την ουρά* της. || (παθ.) για γυναίκα που περπατά λικνίζοντας προκλητικά τους γοφούς της. ΦΡ μη μου κουνιέσαι (εμένα)!, απειλητικά, μη μου φέρνεις αντιρρήσεις. γ. για κτ. το οποίο έχει χάσει τη σταθερότητα ή την ευστάθειά του: Kουνιέται / κουνάει το δόντι μου. Mην κουνάς την καρέκλα, θα πέσεις! Kουνιέται το τραπέζι. Tο πλοίο κουνάει, κλυδωνίζεται. Kουνηθήκαμε πολύ στο ταξίδι, για πλοίο, αεροπλάνο κτλ. || Kουνηθήκαμε αρκετά, για σεισμό. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback