{το}  καλό Subst.  [kalo]

  Adj.
(0)

Etymologie zu καλό

καλό substantiviertes Neutrum des Adjektivs καλός


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.


Grammatik

Noch keine Grammatik zu καλό.






Griechische Definition zu καλό

καλό το [kaló] : ANT κακό. 1α. καθετί που είναι σύμφωνο με τις επιθυμίες του ανθρώπου, ό,τι είναι ευχάριστο, συμφέρον ή ωφέλιμο: Aγωνίζομαι για το καλό της πατρίδας μου / των παιδιών μου. Εγώ σε συμβουλεύω για το καλό σου. Οι φυσικές τροφές κάνουν καλό στην υγεία. Ό,τι έκανα το έκανα για καλό και όχι για κακό. (έκφρ.) το καλό να λέγεται, δεν πρέπει να αποσιωπούμε ό,τι καλό, θετικό γίνεται. το καλό που σου θέλω, ως συμβουλή ή ως απειλή σε κπ., για να ακολουθήσει τις οδηγίες, τις συμβουλές μας: Tο καλό που σου θέλω, μην τα βάζεις μαζί του. για καλό και για κακό, για κάθε ενδεχόμενο, καλό ή κακό· ΣYN ΕΠIΡΡ ΦΡ καλού κακού: Για καλό και για κακό πάρε και μια ομπρέλα μαζί. σε καλό σου (πώς το έκανες αυτό;), ως έκφραση αποδοκιμασίας ή απορίας. σε καλό να μας βγει / να μας βγουν (τα γέλια), για να αποτρέψουμε κτ. κακό που μπορεί να προκαλέσει η υπέρμετρη ή αδικαιολόγητη ευθυμία. κτ. μου βγαίνει σε καλό, έχει θετική εξέλιξη. για το καλό, για να πετύχουμε την εύνοια της τύχης: Έχει πένθος αλλά για το καλό θα βάψει λίγα αυγά. το έχω σε καλό να…, το θεωρώ εύνοια της τύχης. παίρνω / πιάνω κπ. με το καλό, του συμπεριφέρομαι με καλό τρόπο για να μην τον εκνευρίσω. τα καλά και συμφέροντα*. (ευχή) με το καλό: Πότε με το καλό έρχεται ο Γιώργος; στο καλό / στο καλό να πας / με το καλό να ΄ρθεις, σε κπ. που φεύγει, συνήθ. για ταξίδι. στο καλό και να μας γράφεις, ειρωνικά ή πειραχτικά, όταν αποχαιρετούμε κπ. που φεύγει για να επιστρέψει όμως πολύ σύντομα ή για κπ. που φεύγει θυμωμένος. στο καλό και με τη νίκη, ειρωνικά, σε κπ. που φεύγει για να επιχειρήσει κτ., με μάλλον αβέβαιη έκβαση. άι / τράβα / σύρε / πήγαινε στο καλό, απειλητικά, φύγε από εδώ. άι στο καλό, ήπια έκφραση αντί, άι στο διάολο. πού στο καλό είναι / πήγε!, για να εκφράσουμε την αγανάκτησή μας, όταν ψάχνουμε και δε βρίσκουμε κπ. ή κτ. τι στο καλό (θέλει / έπαθε), ως έκφραση απορίας ή αγανάκτησης για τη συμπεριφορά κάποιου ή για μια αναποδιά. όταν με το καλό (έρθει / αρχίσει το σχολείο / γεννηθεί το παιδί κτλ.). (απαρχ.) ουδέν κακόν* αμιγές καλού. || ενέργεια που υπαγορεύεται από την αγάπη προς το συνάνθρωπο: Σε ευχαριστώ για το καλό που μου έκανες. Kάνει πολλά καλά, πράξεις φιλανθρωπίας. Mου ανταπέδωσε κακό αντί καλού. ΦΡ (δε) βλέπω καλό (από κπ.): Είδε πολλά καλά από τα παιδιά της. ΠAΡ Kάνε το καλό και ρίξ΄ το στο γιαλό, πρέπει να κάνει κανείς ευεργεσίες χωρίς να περιμένει ανταμοιβή. β. αυτό που είναι σύμφωνο με την ηθική ή με τη θρησκευτική διδασκαλία: Tο καλό πρέπει να καθοδηγεί τη ζωή του ανθρώπου. H πάλη του καλού και του κακού. Nίκησαν οι δυνάμεις του καλού. || το Kαλό, η προσωποποίηση του καλού. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback